Search
Close this search box.

Τα σπίτια των άλλων – ένα παραμύθι

Στο Σούνιο ήταν το σπίτι της αδελφής της γιαγιάς μου, σύζυγο στρατηγού. Αυτή ήταν η επιλεγμένη από την ίδια, μοναδική ταυτότητά της και δεν την αποχωριζόταν: σύζυγος στρατηγού. Σταδιακά, η προσφώνηση μούσκεψε στο αλκοόλ, αλλά κάτι έμενε πάντα στη μεθυσμένη μνήμη της. Έμενε και το σπίτι, μπαρουτοκαπνισμένο, αλλά όρθιο: πύργος σωστός, παμπάλαιος, χαμένος στο δάσος, με ψυγείο πάγου, εξωτερική τουαλέτα και πηγάδι για το νερό. Εκεί μ’ έπαιρναν οι αδελφές της, «να κάνει μπάνια το παιδί». Το παιδί φοβόταν τα νυχτερινά τριξίματα του σπιτιού και της φύσης, αλλά είχε μια γωνιά που δεν την άλλαζε με κανένα άλλο θερινό θέλγητρο: τη σχοινένια κούνια, δεμένη ανάμεσα σε δύο πανύψηλα πεύκα, να λικνίζει την παιδική φαντασία της.

Μετά, έχτισαν τα ξαδέλφια από την πλευρά του μπαμπά σπίτι στο κοσμικό νησί κι έπαιρναν το παιδί, να κολυμπάει και να παίζει με τα άλλα παιδιά της οικογένειας. Ήταν όλα υπέροχα, ακόμα και η εφιαλτική γεύση της φακής στην Αθήνα, εκεί έμοιαζε με λιχουδιά. Το παιδί είχε κάνει δική του γωνιά ένα σκαλάκι στο καθιστικό, από όπου έβλεπες τη θάλασσα και τα πλεούμενα μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα.

Πέρασαν καλοκαίρια, το παιδί έκανε παιδί, αλλά δεν έπαψε, όπου πήγαιναν μαζί πια για βουτιές, συνήθως σε εξοχικά αγαπημένων φίλων, να φτιάχνει πάντα μια γωνιά αποκλειστικής χρήσης – ένα χώρο μέσα σε άλλο χώρο, που να είναι «σπίτι». Εκεί έμεναν και οι αναμνήσεις των διακοπών, συχνά με τη μορφή ενός μισοτελειωμένου αντηλιακού που αφηνόταν παρακαταθήκη για να μη μένει άδεια η γωνιά ως το επόμενο καλοκαίρι.

Πολύ αργότερα, το παιδί έπεισε τον παππού του παιδιού να επιστρέψουν στα πατρογονικά κυκλαδίτικα βράχια. Τίποτα «δικό» του δεν υπήρχε πια εκεί, τα εξοχικά είχαν θυσιαστεί σε πολέμους και καταστροφές, αλλά ο έρωτας για την οικογενειακή πατρίδα υπήρξε κεραυνοβόλος. Για πρώτη φορά, το παιδί σκέφτηκε «μήπως;», καθώς πουλιόταν κι ένα σπίτι – μεγάλη ευκαιρία. Όμως, το σύμπαν διαφώνησε με τη σκέψη για ένα προσωπικό εξοχικό, στο οποίο θα έφτιαχναν νέοι άνθρωποι τις γωνιές τους – και, ως γνωστόν, το σύμπαν δεν σηκώνει κουβέντα όταν διαφωνεί.

Έτσι, συνεχίστηκε το παιχνίδι που, όσο μεγάλωνε το παιδί, τόσο πιο γοητευτικό γινόταν. Έφτιαχνε γωνιές παντού, στη μόνιμη κατοικία της Αθήνας, στο γραφείο… Τα υλικά ήταν άφθονα, πήγαζαν από σκέψεις, σιωπές, δημιουργίες, αναγνώσματα, όνειρα, σχέδια – με αποτέλεσμα κάθε χρόνο να πυκνώνει η ύφανση εκείνης της σχοινένιας κούνιας που ερχόταν συχνά στον ύπνο του «παιδιού», ν’ αφηγηθεί καινούργιες ιστορίες μέσα από το μαγικό λίκνισμά της.

Και όταν ήρθε η πανδημία, στον διετή εγκλεισμό, γωνιά έγινε το σπίτι του παιδιού του παιδιού και των εγγονιών, σε νησί και αυτό. Εκεί, στήθηκε το στρατηγείο, (λάπτοπ, ποντίκια, πληκτρολόγια, γυαλιά, νερά και λοιπά πολεμοφόδια) μόλις 2 μέτρα, κυριολεκτικά, από τη φωλιά όπου κρύβονταν η Οργή της Νύχτας, ο Φαφούτης, τα ρομπότ-υποβρύχια και τα μαγικά σπαθιά, που πολεμούσαν τους πειρατές, ενώ 3 playmobil κοιμούνταν στις κουκέτες της φρεγάτας νηστικά, γιατί δεν τους άρεσαν οι μπάμιες. Αυτό ήταν το πιο γλυκό «εξοχικό», παρέα με έναν 7χρονο και μια 5χρονη, σαν ένα παραμύθι καθημερινών θαυμάτων, γραμμένο πάνω στην παιδική επιθυμία να κερδίζει (συνήθως) το καλό. Κι αν ρωτήσεις το παιδί, θα σου πει ότι θα το θυμάται με λατρεία και στην επόμενη ζωή.

NEWSLETTER

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα στο email σας, κάθε 15 ημέρες!

JUST A NUMBER

Εγραφείτε στο Newsletter μας