Τα σπίτια του Γεωργίου Δροσίνη στην Αθήνα

«Mην με ξεχάσετε» γράφει κάπου στα «Σκόρπια Φύλλα της ζωής μου», ο Γεώργιος Δροσίνης (1859 – 1951), ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές & πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, που άφησε πίσω του ένα  τεράστιο, πολύπλευρο πολιτιστικό &  κοινωνικό  έργο.

Η επιθυμία του έχει γίνει πραγματικότητα, μέσα από τις άοκνες ενέργειες και πολυσχιδείς δράσεις του Συλλόγου «Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη», με ψυχή και Πρόεδρο την δραστήρια και ακάματη κα Ελένη Βαχάρη.   

Ένα από σπουδαιότερα, ανάμεσα σε πάρα πολλά, επιτεύγματα του Συλλόγου, είναι η αναπαλαίωση και μετατροπή σε Μουσείο της κατοικίας της ποιητή στην Κηφισιά, της έπαυλης “Αμαρυλλίς“.    

Πριν μερικούς μήνες, μία μαρμάρινη πλάκα, τοποθετήθηκε στον εξωτερικό τοίχο του δίπατου αρχοντικού που σώζεται στην Πλάκα (Θέσπιδος & Αδριανού)  όπου όπως γράφει ο ποιητής «στο γωνιακό ισόγειο πάτωμα, σε μια καμαρούλα προς την αυλή, ήρθα στον κόσμο της γης την μικρότερη μέρα του χρόνου, στις 9 Δεκεμβρίου με το παλιό καλαντάρι, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος απ’ τον Υμηττό κι έπεφταν τα κανόνια για τα γενέθλια της τότε βασίλισσας Αμαλίας».  Εκεί πέρασε τα πέντε πρώτα του χρόνια, παίζοντας με τα παιδιά στην πλακόστρωτη αυλή με τις Τηνιακές πλάκες.

Καθισμένος μπροστά στα μεγάλα παράθυρα, δεχόταν σιγά-σιγά τις εντυπώσεις του εξωτερικού κόσμου. Η κίνηση στο σημείο εκείνο ήταν συνεχής και ζωηρή, ειδικά τις γιορτές των Χριστουγέννων, των Αποκριών, του Πάσχα.  Έβλεπε τους μασκαράδες, την καμήλα που άρπαζε τα κουλούρια του κουλουρτζή και τα πορτοκάλια του πλανόδιου μανάβη, το άναμμα του μεγάλου κρεμαστού φαναριού του δρόμου.

Η νέα προσπάθεια του Συλλόγου είναι μία πλακέτα  στο κτίριο της Alpha Bank (Πεσμαζόγλου 12, τέως Παρθεναγωγείου), στο σημείο που βρισκόταν, το «Καινούργιο Σπίτι», η ιδιόκτητη τρίπατη κατοικία, που εγκαταστάθηκε το 1865 η οικογένεια, απέναντι από το Αρσάκειο Μέγαρο.

Αρχικά, έμεναν στο μεσαίο πάτωμα και αργότερα, μετακόμισαν στον τρίτο όροφο και όπως αναφέρει ο ποιητής, προτίμησε να πάρει δύο καμαρούλες στο ψηλότερο σημείο του σπιτιού, τις σοφίτες, όπως τις έλεγαν τότε, με θέα ως τον Λυκαβηττό και ως την Ακρόπολη.       

Σ’ εκείνη την απλοϊκή καμαρούλα, με τα λιγοστά έπιπλα, τον «Όλυμπο» του,  όπως την έλεγε, πέρασε τα εφηβικά του χρόνια και έγραψε τα περισσότερα Ειδύλλια. Και  σ’ εκείνη την ταράτσα, πάνω στο στρογγυλό τρίποδο τραπεζάκι, το οικογενειακό απομεινάρι, έγραψε ολόκληρη την Αμαρυλλίδα.                

Και οι… θεοί που συνάζονταν εκεί τα βραδινά ή σε ξενύχτια ήταν: ο Παλαμάς, ο Σουρής, ο Κουρτίδης, ο Κορδώνης ο Πολέμης. Από κει πάνω είδε την  ξαδέλφη του, την Δροσίνα Δροσίνη,  να κυνηγιέται στον κήπο του σπιτιού  με την αδελφή του Αικατερίνη, ανάμεσα στις ανθισμένες νεραντζιές. Και έτσι προέκυψε το γνωστό τραγούδι.  Το σπίτι εκείνο γκρεμίστηκε το 1911 για να κτιστεί η Ιονική Τράπεζα.

Στα άμεσα σχέδια του Συλλόγου είναι το να εντοιχιστεί μία πλάκα στον εξωτερικό τοίχο του  διώροφου, νεοκλασικού διατηρητέου, με τους ερωτιδείς στα μπαλκόνια  και τα πράσινα γερμανικά παραθυρόφυλλα, στην οδό Πολυτεχνείου 2 (ακριβώς απέναντι από το Πολυτεχνείο), όπου ο ποιητής έζησε από το 1905 μέχρι το 1939. Σήμερα, στέκεται έρημο και βουβό αλλά σίγουρα αξίζει η αναφορά  στον πιο σπουδαίο ένοικό του.

Ένα σπίτι που αγάπησε πολύ ήταν το Σπιτάκι, της «Σεβαστουπούλειας Επαγγελματικής Σχολής» (Πέτρου Κυριακού 24 & Κοτυαίου, έναντι του Μαιευτηρίου «Έλενα») για την ίδρυση της οποίας η συνδρομή του υπήρξε καθοριστική. Πρόκειται για την πρώτη τεχνική Σχολή της Ελλάδας,  που ιδρύθηκε από τον «Σύλλογο προς Διάδοση Ωφελίμων Βιβλίων» (ΣΩΒ), με στόχο την επαγγελματική κατάρτιση παιδιών (12-14 ετών) που δεν θα συνέχιζαν τις σπουδές τους στην μέση εκπαίδευση.

Η Σχολή οικοδομήθηκε από τον αρχιτέκτονα Αριστείδη Μπαλάνο, σε οικόπεδο που παραχωρήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων, με βάση πρότυπο σχέδιο της σχολής Somasco της Γαλλίας και θεμελιώθηκε στις 24 Απριλίου του 1908 από τον ιδρυτή του Σ.Ω.Β., Δημήτριο Βικέλα. Τα έξοδα ανέγερσης καλύφθηκαν από το ποσό των 300.000 δρχ., που άφησε με την διαθήκη του,  ο Χιώτης έμπορος Κωνσταντίνος Σεβαστόπουλος, ενώ ο Μαρίνος Κοριαλένιος ανέλαβε τον εξοπλισμό της.
Στην περίβολο της σχολής, κτίστηκε ένα μικρό διώροφο σπιτάκι, για τον Διευθυντή και τον επιστάτη της Σχολής. 
Ο επιστάτης με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο ισόγειο, ενώ ο Διευθυντής προτίμησε να παραμείνει στο σπίτι του, στο κέντρο. Ο Δροσίνης, ο οποίος είχε αναλάβει την Εφορεία της Σχολής, πήγαινε εκεί, τις βραδινές ώρες, μετά  από το Υπουργείο Παιδείας, τα δε Σαββατοκύριακα κατέβαινε από την Κηφισιά και έμενε έως το μεσημέρι, φροντίζοντας για την τάξη και την καθαριότητα της Σχολής καθώς και για την καλλιέργεια του κήπου. Βλέποντας το άδειο διαμέρισμα του Διευθυντή, δεν άργησε να του γεννηθεί η ιδέα να το επιπλώσει με τα απαραίτητα, ώστε να μπορεί να περνάει όσες ώρες ήθελε εκεί, ακόμη και να διανυκτερεύει.  

Έτσι, από το 1910, αν και θεωρούσε τον εαυτό του περαστικό κάτοικο από το «Σπιτάκι» άρχισε να μένει και τα Σαββατοκύριακα, φιλοξενώντας συχνά φιλικές συντροφιές, παλιούς συνοδοιπόρους στον χώρο της ζωής και της τέχνης, όπως τον Πολέμη, τον Παλαμά, τον ζωγράφο Ροϊλό, τον γλύπτη Θωμόπουλο κά. Συζητούσαν, τραγουδούσαν, έγραφαν  και τις ωραίες μέρες έκαναν βόλτες στον ανθισμένο κήπο με την πλούσια βλάστηση, όπου ο Δροσίνης είχε μεταφυτεύσει τα λεμονόδενδρα και τις καλύτερες τριανταφυλλιές από το σπίτι τους στην οδό Παρθεναγωγείου.  

Η αγάπη του για το σπιτάκι αποτυπώνεται στις παρακάτω γραμμές, «Με ποια λαχτάρα επρόσμενα όλη τη βδομάδα, κλεισμένος στο Υπουργικό Γραφείο μου,  το μεσημέρι του Σαββάτου για να πάρω τον δρόμο προς το Σπιτάκι. Στις πιο βαριές και πληκτικές ώρες της γραφειοκρατίας το μόνο ξελάφρωμα ήταν η προσδοκία μου αυτή. Και για πείθομαι πως δεν είναι πλάνη της φαντασίας,  έβαζα το χέρι στη τσέπη μου και εύρισκα το κλειδί από το Σπιτάκι, σαν απόδειξη της αλήθειας.   Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνα με κάθε καιρό από το λιοπύρι του Ιουλίου ως τη παγωνιά του Γενάρη, επέρασα μέρες και νύχτες εκεί, τις περισσότερες μόνος».

Με τους Βαλκανικούς πολέμους και την Μικρασιατική καταστροφή η Σχολή και το Σπιτάκι επιτάχθηκαν και μετατράπηκαν  σε στρατώνα, σε ιματιοθήκη επιστράτων, σε φυλακή αξιωματικών και στο τέλος σε Άσυλο Αναπήρων Πολέμου, τη «Στέγη της Πατρίδας», ονομασία που δόθηκε από τον Δροσίνη και διατηρήθηκε για χρόνια.   

Γύρω στο 1929 η επίταξη έληξε, το Σπιτάκι ελευθερώθηκε και δύο χρόνια αργότερα η Σχολή επαναλειτούργησε. Ο νέος Διευθυντής, αποφάσισε να κατοικίσει εκεί και έτσι ο Δροσίνης μάζεψε τα πράγματά του  και ανέβηκε στο σπίτι της Κηφισιάς. 

Από την ωραία ζωή που πέρασε  στο Σπιτάκι, σαν ανάμνηση, τού έμεινε μία πλάκα που πάνω της ο φίλος του ο γλύπτης Θωμόπουλος είχε χαράξει με ωραία αττικά γράμματα, «Το Σπιτάκι. 1911».

Ευχή για το 2024 είναι να πραγματοποιηθούν όλοι οι στόχοι του Συλλόγου. Τέτοιες προσπάθειες είναι αξιέπαινες γιατί αφήνουν στις επόμενες γενεές μία σπουδαία και πλούσια παρακαταθήκη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Δροσίνης Γ.  “ΣΚΟΡΠΙΑ ΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ“.  ΤΟΜΟΣ Α’. Φιλολογική επιμέλεια:  Γιάννης Παπακώστας. Εκδ.  ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ, Αθήνα, 1982.

2. Δροσίνης Γ. “ΣΚΟΡΠΙΑ ΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ“.  ΤΟΜΟΣ Β’ Φιλολογική επιμέλεια:  Γιάννης Παπακώστας. Εκδ.  ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ, Αθήνα, 1982.

Λέξεις κλειδιά

NEWSLETTER

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα στο email σας, κάθε 15 ημέρες!

JUST A NUMBER

Εγραφείτε στο Newsletter μας