Ο Παναγιώτης θυμόταν ακόμη τη μυρωδιά του φθινοπώρου εκείνης της πρώτης παρέλασης για την 28η Οκτωβρίου στο μικρό του χωριό στη Ρούμελη. Ήταν μόλις επτά χρονών, ντυμένος ευζωνάκι, με τη φουστανέλα να ανεμίζει στον άνεμο και τα τσαρούχια να χτυπούν ρυθμικά το πεζοδρόμιο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατότερα κι από το τύμπανο της μουσικής, καθώς περπατούσε καμαρωτός, νιώθοντας μεγάλη τιμή και δέος! Η μητέρα του δάκρυζε από συγκίνηση, ο πατέρας του στεκόταν με το κεφάλι ψηλά.
Κι όταν τελείωσε η παρέλαση και τα χειροκροτήματα, έμεινε σιωπηλός να κοιτά τη σημαία, κι ένιωθε κάτι έντονο και δυνατό και θα τον ακολουθούσε για όλη του τη ζωή: Ήταν περηφάνια με συγκίνηση, σαν ένα νήμα που τον έδενε με την ιστορία που άκουγε από τους μεγάλους, με όλους εκείνους τους ήρωες που είχαν πολεμήσει, που είχαν αντισταθεί μ’ ένα βροντερό «Όχι» και είχαν τελικά σταθεί όρθιοι, είχαν επιμείνει με ανδρεία, ή είχαν χαθεί για αυτή τη γη, για την πατρίδα!
«Να αγαπάς την πατρίδα σου, αλλά να το δείχνεις με πράξεις», του είχε πει ο πατέρας του, καθώς αγκάλιαζε περήφανος το μικρό του ευζωνάκι… Κι’ αυτά τα λόγια, σαν να γράφτηκαν με ανεξίτηλο μελάνι στην καρδιά του μικρού Παναγιώτη, που ακόμα χόρευε με τις τρομπέτες των εμβατηρίων που τόσο αγαπούσε!
Αρκετά χρόνια μετά, ο μικρός εύζωνας έγινε άντρας και ταξίδεψε μακριά, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Οι αποσκευές του ήταν μια βαλίτσα με τα απαραίτητα, ένας ατέλειωτος ωκεανός από όνειρα, και η τρομπέτα που του είχαν χαρίσει οι γονείς του στα 16 του, απογειώνοντας τη μεγάλη του αγάπη για τη μουσική των παρελάσεων. Φτάνοντας στην Αμερική, ξεκίνησε ταπεινά, δουλεύοντας σαν βοηθός σε κουζίνες άλλων Ελλήνων μεταναστών. Αλλά το ελληνικό «δαιμόνιο», η επιμονή και η αγάπη του για τη γεύση και την ποιότητα, δεν άργησαν να τον ξεχωρίσουν. Έτσι, μετά από τρία χρόνια σκληρής δουλειάς και εκπαίδευσης, δημιούργησε το πρώτο του εστιατόριο με όνομα ελληνικό, φωτεινό, γεμάτο εικόνες από νησιά, ήχους από μπουζούκια και μυρωδιές από φρεσκοψημένη πίτα και ρίγανη. Ήθελε κάθε πιάτο να μιλάει για τον τόπο του, και κάθε ξένος που το επισκεπτόταν, να αγαπήσει την Ελλάδα και να την κάνει προορισμό του με πρώτη ευκαιρία!
Με τόσο ψηλές προδιαγραφές, πολύ γρήγορα η φήμη του μεγάλωσε: Ένα – ένα, τα εστιατόριά του πολλαπλασιάστηκαν, κι έγιναν η αλυσίδα – σημείο αναφοράς για την ελληνική κουζίνα και φιλοξενία. Όμως, παρά την επιτυχία του, ο Παναγιώτης δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του, ποιος ήταν, κι από πού ξεκίνησε: Σε κάθε του εστιατόριο, οι εργαζόμενοι ήταν Έλληνες – είτε νέοι που ήρθαν για μια καλύτερη ευκαιρία, είτε οικογενειάρχες που ήθελαν ένα βελτιωμένο μέλλον. Και τους έβλεπε όλους σαν δικούς του ανθρώπους. «Είμαστε όλοι πρεσβευτές της Ελλάδας», τους έλεγε συχνά, «της περήφανης, μοναδικής πατρίδας μας, που αξίζει να δοξάζεται σ’ όλο τον κόσμο!»
Όλα αυτά τα χρόνια, ο Παναγιώτης, αφοσιωμένος στη δουλειά του στο 100%, δεν κατάφερε να κάνει οικογένεια… Σπίτι του ήταν τα εστιατόριά του, οικογένειά του οι συνεργάτες του, και συντροφιά στη μοναξιά τα βράδια η τρομπέτα του, φίλη και τρόπος να ησυχάζει η ψυχή του. Του άρεσαν τα εμβατήρια – αυτά τα δυνατά, ρυθμικά κομμάτια που άκουγε από ευζωνάκι στην παρέλαση, εκείνες οι νότες που κουβαλούν κάτι από την ψυχή του Έλληνα: Περηφάνια, πειθαρχία, καρδιά, λεβεντιά! Κι όταν είχε χρόνο, πήγαινε σ’ ένα μουσικό σχολείο κοντά του κι έπαιζε μαζί με τη μικρή ορχήστρα της σχολής τα αγαπημένα του εμβατήρια: Ήταν σαν να επέστρεφε νοερά στο χώμα που τον γέννησε!
Τα χρόνια πέρασαν, τα εστιατόρια πλήθαιναν, ο Παναγιώτης συνεχώς δημιουργούσε νέες επιχειρήσεις και μεγάλωνε τον όμιλό του, επανδρώνοντάς τον πάντα με Έλληνες. Αλλά η μεγάλη του αγάπη έμεναν τα εστιατόριά του, και ούτε μια μέρα δεν παρέλειπε να βρίσκεται σε ένα από αυτά.
Και ξαφνικά, ένα βράδυ του χειμώνα, ήρθε το απρόβλεπτο: ΄Ενα από τα εστιατόριά του πήρε φωτιά από μια αστοχία στην κουζίνα, και σε λίγα λεπτά, οι φλόγες τύλιξαν τα πάντα. Με την τύχη μέσα στην ατυχία το εστιατόριο ήταν ακόμα κλειστό εκείνη την ώρα, η βραδινή βάρδια δεν είχε ξεκινήσει και δεν υπήρχαν μέσα πελάτες… Έντρομος αλλά παλικάρι ο Παναγιώτης έτρεξε μέσα, βοήθησε μαζί με τους πυροσβέστες να βγουν έξω όλοι οι άνθρωποί του, γιατί αυτοί ήταν πάντα το πρώτο του μέλημα. Η φωτιά έσβησε γρήγορα, όμως, έτσι όπως έτρεχε πάνω στη φούρια και στον πανικό, ένα δοκάρι που δεν κρατιόταν καλά έπεσε και τον άφησε αναίσθητο.
Το σκοτάδι που ακολούθησε για τον Παναγιώτη κράτησε δύο χρόνια: Νοσοκομείο, εγχειρήσεις, αποθεραπεία, αποκατάσταση, πέρασε από πολλά στάδια μέχρι να σταθεί ξανά όρθιος. Όλο αυτόν τον καιρό, οι επιχειρήσεις και τα εστιατόρια συνέχισαν να λειτουργούν χάρη στις ομάδες του, τους Έλληνες συμπατριώτες του που είχε εμπιστευτεί, και το ανταπέδωσαν με το παραπάνω.
Κι εκείνος, αποθεραπευμένος σωματικά και πολύ πιο δυνατός ψυχικά, λαχτάρισε μόνο ένα πράγμα: Να επιστρέψει για πάντα στην αγαπημένη του Ελλάδα. Και το έκανε: Τη στιγμή που το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο “Ελευθέριος Βενιζέλος” ένιωσε τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα χαράς, αλλά και απέραντο γαλάζιο ελληνικό ουρανό! Αργότερα, στο χωριό του, τον υποδέχτηκαν όλοι με ανείπωτη χαρά, και στα χρόνια που ακολούθησαν ο Παναγιώτης ευεργέτησε το χωριό του με πολλαπλούς τρόπους…
Και κάθε 28η Οκτωβρίου, συνόδευε την παρέλαση με την τρομπέτα του, δίπλα στα παιδιά, με το βλέμμα καρφωμένο στις σημαίες που του θύμιζαν τον μικρό εύζωνα που ήταν κάποτε ο ίδιος.
Κι όταν τελείωνε η παρέλαση, σιωπηλός, μπροστά στη σημαία που κυμάτιζε, άκουγε μέσα του τα λόγια του πατέρα του:
«Να αγαπάς την πατρίδα σου, αλλά να το δείχνεις με πράξεις!»