Ο Ανδρέας δεν ήταν απλώς πολυάσχολος. Ήταν «ανελέητα αποδοτικός», αντικειμενικά πετυχημένος, εκπληκτικά αποτελεσματικός. Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που όταν έμπαιναν στο χώρο, γέμιζε φως, ενέργεια, σαν να άλλαζε ο αέρας. Όμως η καθημερινότητά του ήταν ένας αγώνας δρόμου: ο χρόνος του ήταν τόσο πολύτιμος, μετρούσε και το δευτερόλεπτο. Κι ο Αντρέας πάντα βιαστικός, σύντομος, κοφτός, απαιτούσε να «ξεζουμίζει» κάθε λεπτό με παραγωγικό τρόπο και το ίδιο απαιτούσε και από τους άλλους!
Οι συνεργάτες του τον φοβόντουσαν περισσότερο απ’ όσο τον σέβονταν. Οι συσκέψεις μαζί του ήταν συχνά κάτι σαν «μικρός Γολγοθάς», γιατί τα λόγια του ήταν κοφτερά σαν λεπίδι, συνεχώς ζητούσε κάτι περισσότερο, ανέβαζε τον πήχυ, και ποτέ δεν συγχωρούσε λάθη. Πάντα βρισκόταν ένα βήμα μπροστά από όλους, με μια πνευματική ταχύτητα που, κατά τη δική του οπτική, τον καθιστούσε ανώτερο. Κι’ όταν του μιλούσαν για ανάγκη του προσωπικού για περισσότερα διαλείμματα, ισορροπία προσωπικής-επαγγελματικής ζωής, ανθρώπινη αντιμετώπιση, απέρριπτε όλες τις προτάσεις και χαμογελούσε ειρωνικά: «Είναι για τους αδύναμους αυτά», έλεγε με εκείνο το αλαζονικό βλέμμα που καθρέφτιζε μια νοοτροπία χωρίς περιθώρια για αδυναμία.
Κυριολεκτικά, ο Αντρέας ήταν ο «Θεός της ταχύτητας». Άτρωτος. Μέχρι που μια μέρα δεν ήταν. Ένα πρωί, στο πολυτελές του σπίτι, πήγε να σηκωθεί από το κρεβάτι και… δεν μπορούσε. Το σώμα του δεν υπάκουε. Τα πόδια του αρνήθηκαν να τον στηρίξουν. Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή, ο φόβος δεν είχε χρόνο να μπει στην ψυχή του. Πρώτος ήρθε ο θυμός, η οργή, η αγανάκτηση ανακατεμένη με έκπληξη: «Τι μου συμβαίνει; Αν είναι δυνατόν, εγώ δεν αρρωσταίνω ποτέ. Κι έχω τόσα πράγματα να κάνω σήμερα!». Όμως το σώμα του είχε άλλα σχέδια, και βρήκε τρόπο να εκφράσει αυτό που το μυαλό αρνιόταν!
Η διάγνωση ήρθε σαν κεραυνός. Ένα σπάνιο, ύπουλο αυτοάνοσο με βασικό σύμπτωμα νευρομυϊκή δυσλειτουργία ειδικά στα πόδια, και με ραγδαία εξέλιξη. Στην αρχή, ο Αντρέας προσπάθησε να «διατάξει» τη ζωή να συνεχίσει όπως πριν. Δούλευε ασταμάτητα με τους ίδιους ρυθμούς και απαιτήσεις από το κρεβάτι, αγνοώντας τις οδηγίες των γιατρών του. Έβαζε τηλεδιασκέψεις την ώρα της φυσικοθεραπείας, έστελνε emails σε τρεις ανθρώπους ταυτόχρονα, λες κι αν αρνιόταν την πραγματικότητα, αυτή θα εξαφανιζόταν!
Αλλά η ζωή δεν υποχωρεί στην αλαζονεία. Η απόδοση του Αντρέα σύντομα άρχισε να μειώνεται και συχνά το μυαλό του δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του! Οι ρυθμοί και οι τόνοι έπρεπε να κατέβουν άμεσα και τα μηνύματα άρχισαν να έρχονται και από τους συνεργάτες και από τους πελάτες. Ώσπου τα μεγάλα του αφεντικά αναγκάστηκαν να τον απομακρύνουν… Aλλά και οι περισσότεροι «φίλοι» που είναι γύρω σου όταν είσαι δυνατός, σιγά-σιγά απομακρύνθηκαν. Κι εκείνος, που κάποτε κυριαρχούσε στον χρόνο και έκανε τις 24 ώρες 36, βρέθηκε ξαφνικά να έχει άπλετο χρόνο – και να τον τρέμει.
Η μοναξιά ήταν ο πρώτος καθρέφτης. Η σιωπή, ο δεύτερος. Ο ελεύθερος χρόνος τον οδήγησε στο παρελθόν, άρχισε να βλέπει τον τότε εαυτό του σαν τρίτος, θυμήθηκε πώς έτρεχε ασταμάτητα και πώς χλεύαζε τις αδυναμίες των άλλων. Και τι ειρωνεία τώρα, η δική του αδυναμία ήταν η μόνη του αλήθεια, κι η έπαρση, το αίσθημα παντοδυναμίας, έπεφταν ένα-ένα σαν φθινοπωρινά φύλλα, κι’ έδιναν τη θέση τους στη βαθιά θλίψη. Στην κατάστασή του, δεν άντεχε ούτε να τον κοιτούν. Έκλαιγε σιωπηλά τις νύχτες ώσπου ένα βράδυ, ξέσπασε: χτύπησε με τη γροθιά το χέρι της καρέκλας του και φώναξε:
«Γιατί εγώ; Γιατί σε μένα; Γιατί να μου διαλύσεις τη ζωή μ’ αυτόν τον τρόπο;»
Και κάπου εκεί, στο πιο μαύρο σημείο, ήρθε η απάντηση: μέσα από το βλέμμα του δεκατετράχρονου γιου του που τον πλησίασε, τον κοίταξε βαθιά και του είπε: «Μπαμπά, εγώ σε αγαπάω κι έτσι. Είσαι πιο δυνατός τώρα.»
Σ’ αυτό το άκουσμα ο Αντρέας λύθηκε. Έκλαψε. Με μια λύτρωση που τον έκανε για πρώτη φορά να μη νιώθει ντροπή για την αδυναμία του, και να συνειδηοποιήσει πως μόλις τώρα ξεκίνησε να γίνεται… άνθρωπος!
Από την άλλη μέρα άρχισε να γράφει. Στην αρχή διστακτικά και με μάτια θολά από τα δάκρυα που έσταζαν στο πληκτρολόγιο. Έγραψε για τα λάθη του. Για το πώς πνίγηκε από την ίδια του τη δύναμη. Έγραψε για την πολυτιμότητα του πόνου, και για το σκοτάδι που γίνεται γέφυρα, αν το φωτίσεις.
Το πρώτο του βιβλίο, «Ο Άνθρωπος που δεν είχε Χρόνο», έγινε παγκόσμιο best seller. Το δεύτερο, «Όταν Κατέρρευσα, Άνθισα», μεταφράστηκε σε 28 γλώσσες. Ο Ανδρέας έγινε ένας άλλος άνθρωπος – όχι παρά το αμαξίδιο, αλλά χάρη σ’ αυτό. Στις ομιλίες του, εμφανίζεται πάντα καθισμένος, με ένα χαμόγελο βαθύ, καθαρό. Οι πρώτες του φράσεις είναι πάντα οι ίδιες: «Χρειάστηκε να χάσω τα πάντα, για να αποκτήσω ό,τι πραγματικά μετρά. Και να μείνω ακίνητος, για να αρχίσω να κινούμαι ουσιαστικά.»
Η Ψυχική Ανθεκτικότητα αναδεικνύει την πιο βαθιά αλήθεια της ανθρώπινης φύσης: ότι κανείς μας δεν είναι άθραυστος. Και η πραγματική δύναμη δεν είναι να μη σπάσεις ποτέ — είναι να ξανακολληθείς με φως, εκεί που ράγισες.