Η πρώτη ανάμνησή μου από τη λέξη κατάκτηση ήταν, τον Ιούλιο του 1969, όταν μαθήτρια ακόμα την είδα κρεμασμένη στο περίπτερο με γράμματα μεγάλα -και στα μάτια μου λαμπερά σαν από νέον – καθώς απλωνόταν στον οκτάστηλο τίτλο της εφημερίδας: «Ο άνθρωπος κατακτά τη σελήνη!». Είχα ακούσει ότι ο πατέρας μιας φίλης που έμενε στην ίδια πολυκατοικία είχε προμηθευτεί μια συσκευή τηλεόρασης, από τις λιγοστές που υπήρχαν τότε, για να δούμε ζωντανά το πρώτο βήμα του ανθρώπου στο φεγγάρι. Μερικά βράδια αργότερα μαζευτήκαμε στο ξένο σπίτι και, αφού οι μεγάλοι έπιασαν επιτέλους το σήμα στην ασπρόμαυρη οθόνη, ανοίξαμε όλοι διάπλατα το στόμα, χαζεμένοι, προσπαθώντας να συλλάβουμε το νόημα της μοναδικής εκείνης ιστορικής στιγμής. Τότε συνειδητοποίησα πόσο βαρύγδουπη ήταν αυτή η λέξη. Ναι, ο άνθρωπος είχε κατακτήσει τελικά τη σελήνη.
Έμεινε για καιρό κρεμασμένη αυτή η φαντασμαγορική λέξη στα πρωτοσέλιδα. Στα σπίτια μας, είναι αλήθεια, δεν την χρησιμοποιούσαμε πολύ συχνά τότε, καθώς η γονεϊκή αυστηρότητα δεν επέτρεπε υπερφίαλα σχήματα λόγου. Υπήρχε μια συστολή, αν θέλαμε να αυτό-αποθεωθούμε μιλούσαμε για προσπάθειες με καλά αποτελέσματα, αλλά δεν φτάναμε να τις χαρακτηρίσουμε, με στόμφο, κατακτήσεις. Η έπαρση ήταν μια έννοια που αφορούσε στη σημαία και όχι σε εγωκεντρικές συμπεριφορές. Οι οικογένειές μας έβγαιναν από ένα μεγάλο πόλεμο και ο ναρκισσισμός ήταν, ακόμα, σε ύφεση.
Ξανάκουσα τη λέξη «κατάκτηση», με διαφορετική σημασία, όταν η θεία μου με ορμήνεψε να ισιώνω καλύτερα το ατίθασο μαλλί και να δοκιμάσω επιτέλους το νάιλον καλσόν, αν ήθελα να έχω περισσότερες κατακτήσεις. Επειδή, όμως, δεν μας έλειπαν τότε, πέταξα την πολύπλοκη βούρτσα στο καλάθι και συνέχισα με τα σοσόνια – πράγμα που, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, δεν μου βγήκε σε μεγάλο κακό.
Η αλήθεια είναι ότι είχα άλλα πράγματα στο μυαλό μου: η ροκ σκηνή που είχε ανοίξει στο φεστιβάλ του Γούντστοκ, αφήνοντας πανίσχυρο αποτύπωμα στις εφηβικές ακόμα συνειδήσεις μας, έδωσε στη λέξη «κατάκτηση» το νόημα που θεωρούσαμε ότι της ταίριαζε: θα αλλάζαμε τον κόσμο, θα δίναμε μια ευκαιρία στην παγκόσμια ειρήνη και τίποτα δεν θα ήταν ικανό να βάλει φρένο στη φρενήρη ορμητικότητα που μας διακατείχε. Και μετά ήρθαν οι υπολογιστές, το ίντερνετ, η ψηφιακή τεχνολογία και καταλάβαμε πως όλα τα κατακτητικά και οι ορμητικότητες μπορούσαν να ρυθμίζονται από τον καναπέ μας.
Κι όσο περνούσε ο καιρός η λέξη κατάκτηση έγινε καθημερινό κλισέ, καθώς κάθε καινούργια μέρα έφερνε κι ένα διαφορετικό, απίστευτο θαύμα. Τότε, αρχίσαμε να στρεφόμαστε προς το μέσα μας, από ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε τη σημασία της. Η αγωνία να πετύχουν η καριέρα μας, οι σχέσεις μας, η ανατροφή των παιδιών μας, οι ισορροπίες μας, έγιναν κατακτήσεις που ανέβαιναν θεαματικά στο chart των προτεραιοτήτων μας.
Κάπως έτσι φτάσαμε να γίνουμε στίχος: εμείς του ’40, του ’50, «του ’60 οι εκδρομείς», οι γενιές που ζήσαμε συμπυκνωμένες κατακτήσεις όσο καμιά άλλη, συνεχίζουμε το συναρπαστικό ταξίδι, έχοντας πια καταλήξει στην αληθινή ερμηνεία της λέξης: κατάκτηση είναι να είμαστε όσο γίνεται πιο καλά, να απολαμβάνουμε πολύτιμο χρόνο, παρέα με τις δραστηριότητες και τους ανθρώπους που αγαπάμε και να ανυπομονούμε να σηκωθούμε το πρωί για να κερδίσουμε τη χαρά μιας καινούργιας μέρας.