Ο ένας και μοναδικός Γιάννης Μπουτάρης και η σχέση του με την τέχνη 

Λίγες μόλις μέρες πέρασαν από την αποδημία του Γιάννη Μπουτάρη. Σ’ αυτό το διάστημα ξαναπαίχτηκαν τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, γράφτηκαν πολλά στα ΜΜΕ και πολλοί αναρτήσαν στα κοινωνικά δίκτυα φωτογραφίες μαζί του. Αναμενόμενο, αφού έχαιρε ευρύτατης αποδοχής, ο βίος του υπήρξε «ηχηρός» και το έργο του πολυδιάστατο, ουσιαστικό, καθοριστικό και πρωτοποριακό. Υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριος, επιδραστικός και αποτελεσματικός σε όλους τους τομείς με τους οποίους ασχολήθηκε, σε βαθμό που η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας μας. Σε αυτό όμως συνέβαλε πολύ και η αφοπλιστική αμεσότητα, η ειλικρίνεια και η μοναδική προσωπικότητα του. Το οξύμωρο είναι ότι παρότι είχε υιοθετήσει μια μη συμβατική στάση για ένα δημόσιο πρόσωπο και επιχειρηματία του μεγέθους και της ηλικίας του, η καθημερινή του συμπεριφορά ήταν χαμηλών τόνων και έντασης, προσηνής και η δημόσια εικόνα του διακριτική, σαν να γεννήθηκε για να αποδείξει ότι η προσοχή δεν κερδίζεται με τον θόρυβο, αλλά μέσα από τη στάση ζωής. Μιας ζωής που την «έφαγε με το κουτάλι» ή καλύτερα την ήπιε με το ποτήρι. Μια ζωή, ίσως και δύο, όπως έλεγε και αιτιολογούσε ο ίδιος, που οι περισσότεροι από εμάς, θα χρειαζόμασταν πολλά περισσότερα από 82 χρόνια για να τη ζήσουμε, πλήρη υπερβάσεων, διεκδικήσεων, κατακτήσεων, συγκινήσεων, επιτυχιών, αναθεωρήσεων, αλλά και κοινωνικών δράσεων, μαχών και εκθέσεων, που συνοδευόταν πάντα με φυσικότητα και αυθεντικό στυλ. 

Ο δημόσιος αποχαιρετισμός του στην πόλη του, τη Θεσσαλονίκη, έγινε με τη συμμετοχή στην ανώτατη βαθμίδα της Κυβέρνησης, της Αντιπολίτευσης, της Αυτοδιοίκησης, του επιχειρηματικού, καλλιτεχνικού, ακαδημαϊκού κόσμου, των φίλων και συνεργατών του αλλά και της κοινωνίας των πολιτών. Όμως, αν και διατήρησε κοινό τελετουργικό, με επικήδειους, ομιλίες, τηλεοπτική κάλυψη, δεν έμοιαζε πολύ με ανάλογους, επώνυμων σημαντικών προσώπων. Η διαφορά, νομίζω, οφείλεται στο ότι σχεδόν όλοι αποχαιρετούσαν έναν άνθρωπο, που ήταν ή ένιωθαν ότι ήταν ή θα ήθελαν να ήταν, φίλος τους. Αυτό που διεκδικούσαν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, από τον ύστατο χαιρετισμό στον Γιάννη, στον Κυρ Γιάννη, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ήταν η επιβεβαίωση μιας ιδιαίτερης σχέσης μαζί του. Χαιρετούσαν έναν «δικό» τους. Και αυτό, ήταν αληθινό, συγκινητικό και, κυρίως, βαθιά ανθρώπινο. Όπως προσιτός και απροσποίητα ανθρώπινος ήταν και ο ίδιος πάντα, χωρίς να κρύβει ποτέ τα πιστεύω, τις αδυναμίες, τις προτιμήσεις ή τους στόχους του.

Καθόλου απρόσμενο, το ότι ο θάνατος του έγινε πρώτη είδηση, όχι μόνο στα ΜΜΕ της Ελλάδας, αλλά και διεθνώς και ασφαλώς, «παρέλυσε» την πόλη του, τη Θεσσαλονίκη, στην οποία προσέφερε πολλά, όχι μόνον ως Δήμαρχος της για δύο θητείες, αλλά πάνω απ’ όλα ως πολίτης της και φανατικός εραστής της. 

Πόσο εύκολο μπορεί να είναι να γράψει κάποιος ακόμη κάποιες γραμμές για τον Γιάννη Μπουτάρη; Τι να προσθέσει, όταν χιλιάδες άνθρωποι, ένιωσαν την ανάγκη να γράψουν κάτι, να θυμίσουν ένα περιστατικό, να εξάρουν το έργο και τον άνθρωπο ή απλά να τοποθετηθούν σε σχέση με κάτι που έκανε ή πρότεινε. Και πόσο αντικειμενικός μπορεί να είναι ο συγγραφέας, όταν είναι φανατικός θαυμαστής, συνεργάτης, με την ευρύτερη έννοια του όρου, φίλος και ακόμη περισσότερο, όταν τον συγκαταλέγει στα ελάχιστα πρόσωπα, που η γνωριμία του μαζί τους τον κάνει να νιώθει τυχερός και υπερήφανος. Που να επικεντρωθεί; Στο πρόσωπο; Στο έργο; Και σε ποιο έργο; Του οινοποιού; Του οραματιστή; Του ιδρυτή του Αρκτούρου; Του ακτιβιστή; Του μέλους ομάδας, συλλόγου, ιδρύματος; Του λαμβάνοντα την «Πρωτοβουλία» μιας διεκδίκησης ή μιας αναθεώρησης παγιωμένων και ξεπερασμένων ιδεοληψιών; Του Δημάρχου; Του υποστηρικτή αποκατάστασης δικαίου; Του απεξαρτηθέντα; Του επικεφαλής οργάνωσης προστασίας περιβάλλοντος, όπως η NATURA; Του οπαδού της ΑΕΚ; Του γεφυροποιού; Θα δυσκολευόμουν ειλικρινά να προσθέσω κάτι στις προαναφερθείσες, εκτενώς παρουσιασμένες δραστηριότητες του. 

Σκέφτηκα λοιπόν αφενός να υπογραμμίσω ότι ο Γιάννης Μπουτάρης είναι η κατεξοχήν περίπτωση ανθρώπου, του οποίου η ηλικία είναι Just A Number!  Και αφετέρου, θεωρώντας ότι αυτό είναι κοινή διαπίστωση όσων τον γνώρισαν, σκέφτηκα να προσθέσω λίγα λόγια, για έναν τομέα δράσης του, που είναι λιγότερο γνωστός από τους υπόλοιπους: για τη σχέση του με τον χώρο της τέχνης και του πολιτισμού. Αν και για μένα η σχέση του με το κρασί και με τους άλλους οινοποιούς, η ανάδειξη της ιστορίας της Θεσσαλονίκης και το άνοιγμά της στον κόσμο, η προσπάθεια αποδοχής και σεβασμού της διαφορετικότητας, ήταν πολιτισμός, για την ακρίβεια, Κοσμοπολιτισμός. 

Η σχέση του Γιάννη Μπουτάρη με την τέχνη και ειδικότερα με τα εικαστικά, ξεκίνησε με τη συμμετοχή του στην ίδρυση του Μακεδονικού Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης, που στη συνέχεια έγινε το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και σήμερα είναι ένας από τους πολιτιστικούς οργανισμούς που συνθέτουν το MOMus. Tο «Μουσείο μας», όπως συνήθιζε να το αποκαλεί η ομάδα των ανθρώπων που το ίδρυσε, δεν νοείται χωρίς αυτούς. Όλα ξεκίνησαν το 1978 με μια κίνηση της κας Μάρως Λάγια να προσεγγίσει τον Αλέξανδρο Ιόλα, για να στηρίξει την ίδρυση ενός οργανισμού για τη Σύγχρονη Τέχνη. Η προώθηση της σύγχρονης καλλιτεχνικής έκφρασης ήταν τότε υπόθεση κάποιων ελάχιστων ανθρώπων, κριτικών, καλλιτεχνών, διανοούμενων και ιδιοκτητών αιθουσών τέχνης, κυρίως στην Αθήνα, και κάποιων λιγότερων εκτός αυτής. Χρειάστηκε μεγάλη ενέργεια και αφοσίωση για την ευαισθητοποίηση του κοινού μιας πόλης όπως η Θεσσαλονίκη, που είχε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, χάσει τον κοσμοπολίτικό της αέρα, μαζί με ένα μεγάλο τμήμα από την εύρωστη οικονομικά και εμπορικά κοινωνία της. Η πόλη είχε πολλά τραύματα να επουλώσει, είχε χάσει την εξωστρέφειά της και ζητήματα που αφορούσαν στη σύγχρονη καλλιτεχνική έκφραση στην Ελλάδα ή διάδοση των νέων τάσεων στα εικαστικά ή έστω στην κατανόηση διαφορετικών αντιλήψεων από τις συμβατικές, έμοιαζε πολύ δύσκολη. Η Θεσσαλονίκη όμως, πίσω από την εικόνα της βιομηχανικής και επιχειρηματικής πόλης, με τον έντονα συντηρητικό και θρησκευτικό χαρακτήρα, ήταν και η πόλη της παρέας και της διασκέδασης. Η πρωτοβουλία μιας ομάδας διανοούμενων και επιχειρηματιών να στραφεί προς τη σύγχρονη τέχνη καρποφόρησε και το καταστατικό του Σωματείου «Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, Αρχιτεκτονικής και Βιομηχανικού Σχεδιασμού», υπεγράφη στις 30 Ιανουαρίου του 1979. Το υπέγραψαν δραστήριοι φιλότεχνοι πολίτες, μεταξύ των οποίων, οι Πέτρος Καμάρας, Μάρω Λάγια, Μανόλης Ανδρόνικος, Παύλος Ζάννας, Ελένη Λαζαρίδου, Νίκος Βασιλακάκης, Δημήτρης Φατούρος,  Γιάννης Μπουτάρης, Αντώνης Ανεζίνης, Πέτρος Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρα Μπουτάρη, Κατερίνα Καμάρα, Αργύρης Μαλτσίδης, Σοφία Καζάζη, Ρούλα Πατεράκη, Ιωάννα Μανωλεδάκη κά.

Ήταν ο πρώτος οργανισμός σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα. Το 1981 πραγματοποίησε μια μεγάλη έκθεση του Γιάννη Τσαρούχη. Το 1982 ακολούθησε η παραχώρηση μιας πτέρυγας του εργοστασίου της  Φιλκεράμ-Johnson από τον Γ. Φιλίππου, για τη φιλοξενία των εκθέσεων του. Η πρώτη έκθεση και το ενδιαφέρον που προκάλεσε ο μη συμβατικός εκθεσιακός χώρος, η προσθήκη ολοένα και άλλων μελών, όπως, μεταξύ άλλων οι Γιώργος Λαζόγκας, Πάνος Τζώνος, και η μετέπειτα Πρόεδρός του καθ. Ξανθίππη Σκαρπιά- Χόιπελ, σίγουρα συνέβαλαν στην απόφαση για τη γενναιόδωρη κίνηση του Αλέξανδρου Ιόλα, ενός «μεγάλου» της διεθνούς σύγχρονης τέχνης, να δωρίσει, το 1984 τελικά, 47 έργα της συλλογής του. Η «μηχανή» είχε πάρει μπρος και ασφαλώς το νεοσύστατο ίδρυμα χρειαζόταν στήριξη. Για ολόκληρα 15 χρόνια σταθερός χορηγός και Ταμίας του ΔΣ ήταν ο Γιάννης Μπουτάρης.  

Γνωρίζοντας τις συνθήκες, είναι ξεκάθαρο ότι η αρχή ήταν δύσκολη και ότι η παραχώρηση χώρου στην καρδιά της πόλης, πόσο μάλλον στη Διεθνή Έκθεση, έμοιαζε με άπιαστο όνειρο. Κι’ όμως σύντομα κατάφεραν να τους δοθεί η χρήση του περιπτέρου της ΔΕΗ. Τότε έγινε περισσότερο γνωστό το έργο που έκανε μια ομάδα κοινωνικά ενεργών πολιτών, από διαφορετικούς επιστημονικούς και επιχειρηματικούς χώρους, για την ένταξη της σύγχρονης τέχνης σ’ ένα αφιλόξενο, αρχικά, περιβάλλον. Η συμβολή της ομάδας αυτής, που στο μεταξύ έγινε «παρέα», ήταν καθοριστική στο να γνωρίσει και να ενδιαφερθεί το κοινό και γι’ άλλα πράγματα από αυτά που είχε συνηθίσει να βλέπει. Η πρωτοβουλία ίδρυσης και η λειτουργία του Μουσείου, δικαίωσε τον στίχο του Διονύση Σαββόπουλου, πως την ιστορία την φτιάχνουν οι παρέες, τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη. 

Όταν ο Γιάννης Μπουτάρης έγινε Δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, η σχέση του με την τέχνη ενισχύθηκε. Είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ μαζί του όταν ήμουν Προέδρος του ΔΣ του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και Διευθύντρια της Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης, όπως και να τον παρακολουθήσω γενικότερα στις κινήσεις του απέναντι σε όλους τους φορείς πολιτισμού της πόλης. Δεν έχει νόημα να αναφερθώ σε όλα όσα έγιναν, ούτε στην επιμέρους επικοινωνία και τη συνεργασία με τον κάθε πολιτιστικό φορέα της πόλης ξεχωριστά. Άλλωστε επεδίωξε συνολικά τη στήριξη των Μουσείων ή των θεσμοθετημένων διοργανώσεων, όπως το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου, η Μπιενάλε, τα Δημήτρια, για να μην αναφερθώ παρά στα πιο σχετικά με τη σύγχρονη καλλιτεχνική έκφραση. Αυτό που έχει σημασία να τονιστεί περισσότερο, ήταν η εμπέδωση της εξωστρέφειας της Θεσσαλονίκης και ο τρόπος που η Τοπική Αυτοδιοίκηση, φρόντιζε να κάνει κινήσεις που θα την υποστήριζαν πρακτικά, τεχνικά, θεσμικά και αισθητικά. Και αναφέρομαι στο έργο που έγινε για τη διασύνδεση της πόλης με άλλες χώρες, αεροπορικά και σιδηροδρομικά, για την ενίσχυση της πληροφορίας, για την ιστορία της και τη διασύνδεσή της με το παρόν και για τη βελτίωση της αισθητικής εικόνας της πόλης. Σε αυτά δεν μπορώ να μην προσθέσω και τη χαρά και ασφάλεια που μας παρείχε η παρουσία και ο χαιρετισμός του στα εγκαίνια, τα συνέδρια, την έναρξη ή τη λήξη μιας εκδήλωσης. Η παρουσία ενός, στην κυριολεξία, τοπικού άρχοντα, με μετρημένα λόγια που δεν διεκδικούσε μερίδιο από την δουλειά που είχε παραχθεί από άλλους, προς ίδιον όφελος και που το θερμό καλωσόρισμά του ήταν ταυτόχρονα πρόσκληση για επιστροφή στην πόλη και προέβαλε το συλλογικό έργο και όραμα για μια βιώσιμη και σύγχρονη πόλη και κοινωνία. Η τέχνη μόνο να κερδίσει μπορούσε από αυτά.

Συνεργαστήκαμε στενά και για την επίτευξη της συλλειτουργίας των δύο Μουσείων Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης και, εν αναμονή αυτού που επετεύχθη το 2017 με την ίδρυση από το ΥΠΠΟΑ του ΜΟΜus, του Μητροπολιτικού Οργανισμού Μουσείων, της ενίσχυσης της συνεργασίας τους. Παρότι υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΜΜΣΤ και βασικός υποστηρικτής του για χρόνια, εντυπωσιακή ήταν η στάση του στην εξεύρεση δίκαιης λύσης στη συγχώνευση κρατικού και ιδιωτικού τομέα, με αντικειμενικότητα και όχι μόνο με συναίσθημα. Όπως προανέφερα, στόχος αυτού του κειμένου δεν είναι η απαρίθμηση επιτυχιών, ούτε ο εξωραϊσμός τυχόν αστοχιών ή μη υλοποιημένων στόχων, αλλά η γνωστοποίηση μιας επιπλέον πτυχής, λιγότερο γνωστής, των ενδιαφερόντων και της προσφοράς του Γιάννη Μπουτάρη. 

Η παρουσία του, την οποία επιζητούσαμε όλοι, ειδικότερα όταν είχαμε ξένους συμμετέχοντες και προσκεκλημένους, προσέδιδε στην εκδήλωση έναν άλλον αέρα. Και αυτό δεν είχε να κάνει με την προσωπικότητα ενός ανθρώπου που είχε μια προϊστορία και μια φήμη, που κάποτε υπερέβαινε αυτήν της πόλης του, αλλά με τη θέση ενός ανθρώπου που εννοούσε την επιτυχία αποκλειστικά ως αποτέλεσμα που επιφέρει βελτίωση στην κοινωνία των πολιτών και όχι σ ’ένα άτομο, ακόμη και αν επρόκειτο για κάποιον μοναδικό.

NEWSLETTER

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα στο email σας, κάθε 15 ημέρες!

JUST A NUMBER

Εγραφείτε στο Newsletter μας