Η Ελληνοαμερικανική Ένωση παρουσιάζει μια μεγάλη ιστορική αναδρομή στη ζωή και το έργο του Ανδρέα Βουτσινά, του χαρισματικού σκηνοθέτη, ηθοποιού και δασκάλου που άφησε πίσω του ένα αποτύπωμα διεθνές και βαθιά προσωπικό. Η έκθεση «Εγώ, ο Ανδρέας Βουτσινάς», σε επιμέλεια της Ίριδας Κρητικού, του Σταμάτη Γκίκα και του γιου του, Μάριου-Άγγελου Βουτσινά, συμπίπτει με τα δεκαπέντε χρόνια από τον θάνατό του και λειτουργεί σαν φόρος τιμής σε μια προσωπικότητα που δεν χωρούσε ποτέ σε μία μόνο ιδιότητα.
Ο Ανδρέας Βουτσινάς, γεννημένος στο Χαρτούμ το 1932, υπήρξε μια εκρηκτική καλλιτεχνική δύναμη: Συνεργάστηκε με ιερά τέρατα του διεθνούς θεάτρου και κινηματογράφου, δίδαξε μια μεθοδολογία που επηρέασε γενιές ηθοποιών σε Ευρώπη και Αμερική, ενώ ταυτόχρονα δημιούργησε στενούς δεσμούς με τους σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες της εποχής του. Η έκθεση, απλωμένη στις δύο αίθουσες της Ένωσης, ξεδιπλώνει πανοραμικά την προσωπική και επαγγελματική του διαδρομή, αποκαλύπτοντας τόσο την ενέργεια του δημιουργού όσο και την ευθραυστότητα του ανθρώπου.




Στην πρώτη αίθουσα, τη Γκαλερί Κέννεντυ, ο επισκέπτης συναντά τον «ιδιωτικό» Βουτσινά μέσα από μία μικρή αναπαράσταση του σπιτιού του στο Παρίσι, προσωπικά αντικείμενα, σημειώσεις, επιστολές, μια συλλογή 700 ρολογιών Swatch, τεκμήρια της καθημερινότητας και εικοσιπέντε πορτρέτα του από φίλους και συνοδοιπόρους – από τον Γιάννη Τσαρούχη και τη Lila de Nobili μέχρι τον Αλέκο Φασιανό και τον Παύλο Σάμιο. Παράλληλα παρουσιάζονται πενήντα σημαντικές διεθνείς προσωπικότητες που συνδέθηκαν μαζί του: Λι Στράσμπεργκ, Τζέιμς Ντιν, Μάρλον Μπράντο, Μέριλιν Μονρόε, Ελία Καζάν, Τζέιν Φόντα, Φεντερίκο Φελίνι, Ζιλ Ντασέν, Πατρίς Σερώ και πολλοί ακόμη. Είναι σαν να ανοίγει κανείς ένα άλμπουμ μνήμης που είχε μείνει για χρόνια κλειστό.
Αυτή ακριβώς η εμπειρία της ανασκαφής – συναισθηματικής και πραγματικής – ήταν και για τον Μάριο Βουτσινά μια διαδικασία ανασύνδεσης με τον πατέρα του. Ανάμεσα στις κούτες που μετέφερε από το Παρίσι χωρίς να γνωρίζει το γιατί, ανακάλυψε το άγραφο κομμάτι της σχέσης τους. Όπως ο ίδιος λέει, για χρόνια αναρωτιόταν γιατί ο πατέρας του επέμενε να κρατήσει κάθε χαρτί, κάθε τεκμήριο της ζωής του, και γιατί τού είχε ζητήσει να τα φέρει στην Ελλάδα.



Χρειάστηκε χρόνος για να καταλάβει πως εκεί μέσα κρυβόταν η άτυπη αφήγηση μιας ζωής που δεν πρόλαβαν να μοιραστούν. «Ήταν όλα όσα δεν είχαμε μοιραστεί», λέει. «Ό,τι δεν πρόλαβε να μου αφηγηθεί και να μου δείξει, ήταν εκεί. Τα άφησε πίσω του για να τα βρω και να συμπληρώσω ό,τι μου έλειπε από τη ζωή του και την προσωπικότητά του – όχι μόνο ως καλλιτέχνη αλλά και ως πατέρα. Με αυτά τα ίχνη κατάφερα να τον δω ολόκληρο». Έτσι, η έκθεση έγινε για εκείνον ένα εσωτερικό ταξίδι συμφιλίωσης και ολοκλήρωσης. Μέσω αυτής, ενώθηκε, έστω και τώρα, «ο μαθητής με τον δάσκαλο, ο ηθοποιός με τον σκηνοθέτη, ο πατέρας με τον γιο», όπως λέει και το κείμενο της επιμελήτριας.
Στη δεύτερη αίθουσα, τη Γκαλερί Χατζηκυριάκου–Γκίκα η αφήγηση μεταφέρεται στη θεατρική δημιουργία. Πάνω από 180 projects του Βουτσινά μελετήθηκαν τα τελευταία τρία χρόνια, από τα οποία παρουσιάζονται περίπου τα 75.
Από το Actors Studio και το Μπρόντγουεϊ, μέχρι το Παρίσι του ’68 και την Επίδαυρο, η διαδρομή του φωτίζεται μέσα από μακέτες, σχέδια, φωτογραφίες, προγράμματα και σπάνια ντοκουμέντα. Εκεί αναβιώνουν συνεργασίες με ιστορικές μορφές του ελληνικού θεάτρου – Δέσπω Διαμαντίδου, Μελίνα Μερκούρη, Ειρήνη Παππά, Αλεξάνδρα Λαδικού, Νόνικα Γαληνέα, Αλίκη Βουγιουκλάκη – αλλά και νεότερες ηθοποιούς που σημάδεψε με τη διδασκαλία του, όπως η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και η Λυδία Φωτοπούλου.



Μέσα από 26 μεγάλα πάνελ εκτίθενται επίσης φωτογραφίες, σημειώσεις και τεκμήρια από τις θρυλικές συνεργασίες του: Από την εμβληματική ερμηνεία του ως Κάρμεν Γκία στους «Τρελούς Τρελούς Παραγωγούς» του Μελ Μπρουκς, μέχρι τις πρόβες με την Τζέιν Φόντα που κατέγραψε επί εβδομάδες το Time–Life.
Η έκθεση δεν λειτουργεί μόνο ως μνημείο ενός σπουδαίου δημιουργού. Λειτουργεί και ως γέφυρα ανάμεσα σε πατέρα και παιδί, ανάμεσα στο έργο που άφησε και στο βλέμμα που το ξαναδιαβάζει. Είναι ένας φόρος τιμής, αλλά και μια πράξη βαθιά ανθρώπινη: Η προσπάθεια ενός γιού να συμπληρώσει μια ιστορία που κάποτε έμεινε μισή και τώρα, μέσα από τα ίχνη και τις μνήμες, βρίσκει επιτέλους τον δρόμο της προς την ολοκλήρωση.

Ο Ανδρέας Βουτσινάς πέθανε την Τρίτη 8 Ιουνίου του 2010, μετά από περιπλοκές μίας εύθραυστης υγείας που είχε φθίνει σταδιακά τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ήταν 78 ετών. Κατόπιν επιθυμίας του, αποτεφρώθηκε και η στάχτη του σκορπίζεται στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, ανήμερα των γενεθλίων του, στις 22 Αυγούστου, από τον γιο του Μάριο και δώδεκα αγαπημένους του φίλους και συνεργάτες.



