Η ανοιξιάτικη βροχή χτυπούσε το παράθυρο με μανία. Η Ελένη καθόταν στην άκρη του στενού της κρεβατιού, με τα χέρια σφιγμένα γύρω από το κορμί της. Το δωμάτιο ήταν ψυχρό, αλλά η χειρότερη παγωνιά ήταν εκείνη που ένιωθε μέσα της…
Νέα κι όμορφη ήταν η Ελένη, και απίστευτα ταλαντούχα: στα εικοσιδύο της είχε ήδη δύο επιτυχημένα best sellers στο ενεργητικό της, και ο εκδότης της καμάρωνε και διαλαλούσε παντού τη μοναδική νεαρή συγγραφέα που είχε πρόσφατα προσχωρήσει στην ομάδα του. Παρ’ ότι είχε ξεκινήσει με όνειρο να γίνει νευροεπιστήμονας, η Ελένη έγραψε το πρώτο της βιβλίο στα 19 της, ακόμα πρωτοετής φοιτήτρια: όταν η ανέφελη φοιτητική ζωή της στην Αθήνα, όπου έμενε με τον αδελφό της τον Ανδρέα, κόπηκε ξαφνικά, τη στιγμή που τα δυο αδέλφια έχασαν τους γονείς τους σε ένα αποτρόπαιο αυτοκινητιστικό δυστύχημα λίγο έξω από το χωριό τους. Το πένθος ήταν βαρύ για τους δυο νέους, που, απαρηγόρητοι, έτρεξαν να ασχοληθούν με τα διαδικαστικά της κηδείας, σφίγγοντας τα δόντια και αδυνατώντας να πενθήσουν τους αγαπημένους τους γονείς όσο θα ήθελαν…
Γυρίζοντας στην Αθήνα, ο Ανδρέας σαν να μεγάλωσε ξαφνικά, σαν να ανδρώθηκε από τη μία μέρα στην άλλη, παίρνοντας τη μικρή Ελένη κάτω από τη φτερούγα του. Απελπισμένη η νεαρή φοιτήτρια δεν είχε καμία όρεξη να ξαναπάει στη σχολή της, και η μόνη της παρηγοριά ήταν να γράφει τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τον πόνο της, κι αυτά τα ατέλειωτα «γιατί» που κατέκλυζαν το μυαλό της. Από το πρωί ως το βράδυ γέμιζε σελίδες με κατάθεση ψυχής, ώσπου ένα απόγευμα τους επισκέφθηκε στο σπίτι ο Γιώργος, κολλητός φίλος του Ανδρέα που εδώ και λίγο καιρό δούλευε σ’ ένα μεγάλο εκδοτικό οίκο. Την ώρα που η Ελένη πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει κάτι να φάνε, ο Ανδρέας εκμυστηρεύτηκε στον Γιώργο πως η Ελένη παράτησε τις σπουδές της και το έριξε στο γράψιμο, τη μόνη ασχολία που έπαιρνε το μυαλό της από το πένθος και τον θρήνο για τους γονείς της.
Κι αυτό ήταν. Ο Γιώργος ενθουσιάστηκε με τις ιστορίες της Ελένης και σύντομα το πρώτο bestseller ήταν γεγονός. Και μέσα σ’ έναν χρόνο ακολούθησε και το δεύτερο! Ήδη βρισκόταν στα μισά του τρίτου της βιβλίου, όταν δύο μήνες πριν, τη βρήκε ένα ακόμα μεγαλύτερο χτύπημα, και η ζωή της αναποδογύρισε σαν βάρκα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ο αδερφός της, ο Ανδρέας, ο μοναδικός άνθρωπος που της είχε σταθεί σαν βράχος και φάρος από τότε που έμεινα ορφανά, δεν ήταν πια εδώ. Ένα μεθυσμένο φορτηγό τον είχε χτυπήσει, αφήνοντάς τον αιμόφυρτο στην άσφαλτο.
Από εκείνη τη μέρα, η Ελένη δεν ήταν πια η ίδια. Ο κόσμος της είχε γίνει γκρίζος, βαρύς. Παράτησε το γράψιμο, απομακρύνθηκε από τους φίλους της και κλείστηκε στο σπίτι. Κάθε πρωί ξυπνούσε με την ίδια σκέψη: «Γιατί να συνεχίσω»; Μέχρι που ήρθε εκείνο το βροχερό ανοιξιάτικο βράδυ, και κάτι άλλαξε. Καθώς κοιτούσε έξω από το παράθυρο, το βλέμμα της έπεσε σε μια σκιά που πάλευε με τον άνεμο. Ήταν ένας γέρος άστεγος, κουκουλωμένος με ένα βρώμικο παλτό, που πάσχιζε να βρει καταφύγιο κάτω από ένα υπόστεγο. Το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο από τον χρόνο και την κακουχία, αλλά τα μάτια του ήταν το κάτι άλλο… έλαμπαν με μια απρόσμενη αποφασιστικότητα!
Η Ελένη πετάχτηκε όρθια. Δεν ήξερε τι την έκανε να βγει έξω στη νύχτα, αλλά το έκανε. Άρπαξε ένα παλιό της μπουφάν και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. «Περάστε μέσα», του είπε, χαμογελώντας δειλά. Ο άντρας σήκωσε το βλέμμα του, έκπληκτος. “Είσαι σίγουρη;» «Ναι» αποκρίθηκε εκείνη και του άπλωσε το χέρι κοιτώντας τον στα μάτια. Το βλέμμα του είχε κάτι το γνώριμο. Ίσως ήταν η ίδια φλόγα που είχε και ο Ανδρέας όταν της έλεγε ότι όλα θα πάνε καλά, ακόμα κι όταν η ζωή τους έμοιαζε χαμένη.
Του έφτιαξε ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι. Τον άκουγε να της μιλά για τη ζωή του, για τις απώλειες που είχε βιώσει, για το πώς έφτασε να μείνει στους δρόμους και πώς είχε μάθει να επιβιώνει. Κι όσο τον άκουγε, ο πάγος μέσα της άρχισε να σπάει, να λιώνει, να μαλακώνει… «Δεν είναι εύκολο να χάνεις κάποιον», είπε ο γέρος. «Αλλά ξέρεις τι είναι χειρότερο; Να αφήνεις τη ζωή σου να πεθαίνει μαζί του»…
Η Ελένη κατάπιε με δυσκολία, ενώ ο λιωμένος πάγος μέσα της εκφράστηκε με δάκρια που δεν σταματούσαν καθώς γλύκαινε η ψυχή της. Εκείνη τη νύχτα, δεν κοιμήθηκε. Έμεινε ξύπνια, και τα λόγια του γέρου ηχούσαν ξανά και ξανά στ’ αυτιά και στην καρδιά της. Και το επόμενο πρωί, για πρώτη φορά μετά από δύο μήνες, σηκώθηκε από το κρεβάτι με σκοπό. Βγήκε μια βόλτα έξω στον κόσμο, στον ανοιξιάτικο ήλιο. Κι’ άρχισε να γράφει – έγραφε για τον Ανδρέα, για τον πόνο, για την ελπίδα. Και κάθε μέρα, βήμα-βήμα, ξανάχτιζε τον εαυτό της από την αρχή.
Ήξερε πως η πληγή δεν θα έκλεινε ποτέ εντελώς. Αλλά κατάλαβε κάτι που μέχρι τότε δεν είχε συνειδητοποιήσει. Ο Ανδρέας δεν θα ήθελε να τη δει να χάνεται. Θα ήθελε να τη δει να ζει. Κι έτσι έκανε, αυξάνοντας καθημερινά την ψυχική της ανθεκτικότητα.
Σημ. JAN: Η Ξένια Κούρτογλου θα είναι ομιλήτρια στην εκδήλωση 2 Χρόνια Just a Number: Το Μέλλον Μπροστά! Κάντε δωρεάν εγγραφή εδώ.