Θυμάστε εκείνες τις ξύλινες φιγούρες που έμοιαζαν με μεσήλικες Ρωσίδες χωρικές, παραδοσιακά ντυμένες, και φώλιαζαν η μια μέσα στην άλλη; μπάμπουσκες τις λέγαμε κι εγώ είχα 3-4 «σετ» γιατί μου άρεσε να τις ξεφωλιάζω και να τις απλώνω τη μια δίπλα στην άλλη και μετά να τις μαζεύω, για να γίνονται πάλι ένα «όλον». Τότε, βέβαια, δεν ήξερα ότι το κανονικό όνομά τους είναι ματριόσκες, που σημαίνει ψηλομύτες, ενώ μπάμπουσκα θα πει ηλικιωμένη. Αυτό που με γοήτευε πιο πολύ σ’ αυτές ήταν ότι η προ-τελευταία στη σειρά μεγέθους, έκρυβε στα άκαμπτα σπλάχνα της τη μικροσκοπική φιγούρα ενός μωρού, φτιαγμένου από ένα ενιαίο, πολύχρωμο κομμάτι ξύλου.
Δεν ξέρω, λοιπόν, ακριβώς γιατί, αυτές οι περίπλοκα ζωγραφισμένες κούκλες, που είχαν παρουσιαστεί για πρώτη φορά το 1890 σε μια έκθεση στο Παρίσι, κέρδισαν ένα μετάλλιο και έγιναν έκτοτε αγαπημένο διακοσμητικό «γκάτζετ» της εποχής σε εκατομμύρια σπιτικά στον κόσμο, ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό όταν έλαβα το (αγαπημένο) σημείωμα της Νίκης για την Πατρίδα.
Μην είναι λοιπόν πατρίδα μου -αναρωτήθηκα- η μεγάλη, εξωτερική μπάμπουσκα, ευρύχωρη και στρογγυλή, σαν το άπειρο Σύμπαν – εκεί που, από νωρίς, ένιωθα ότι ανήκω, γι’ αυτό και η ψυχή μου δεν ξέμαθε ποτέ τους στίχους του Imagine, του θρύλου John Lennon. Γι’ αυτό και, από πολύ νέα, είχα πάντα στο γραφείο μου μια αφίσα του Σύμπαντος, με ένα βέλος να δείχνει μια απίστευτα μικρή κουκκίδα με την ένδειξη “You are here”.
Η επόμενη, δεύτερη ξύλινη κούκλα, μέσα στην εξωτερική, είναι η Ήπειρος όπου γεννήθηκα, η Ευρώπη. Παρά το υπέρμετρα φαντασιόπληκτο μυαλό μου, μόνο μέσα στα δικά της σύνορα νιώθω οικειότητα πραγματική. Είναι λοιπόν κι αυτή πατρίδα μου – κι ας είχα φαντασιωθεί κάποια φορά, στην αιγυπτιακή πτέρυγα του Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης, ότι είχα ζήσει 4-5 ζωές στις ερήμους.
Τρίτη στη σειρά και μεσαία, είναι η Πατρίδα μου η γαλανόλευκη – μια σειρά από εικόνες και συναισθήματα που με συνεπαίρνουν: το κυκλάμινο στου βράχου τη σκισμάδα, μια παλιά, ξύλινη κολώνα ηλεκτρικού, κρεμασμένη στη χαράδρα ανάμεσα σε δύο ορεινά χωριά, οι μικροί «Σκοπελίτες», που χτυπιούνται στα κύματα του αιγαιοπελαγίτικου βοριά για να ενώσουν τις μικρές πατρίδες του Αρχιπελάγους. Η Ελλάδα που υπάρχει πάντα μέσα μου, που όσο και να της θυμώνω πάντα θα τη συγχωρώ και που με κάνει να νιώθω αφάνταστη δυσανεξία για όλους εκείνους που τόσο εύκολα διαλέγουν να προβάλουν μόνο τα στραβά της – μέχρι που λες ότι ηδονίζονται μ’ αυτά.
Μην είναι Πατρίδα μου κι αυτή η «ιδιαίτερη», η Συριανή αρχόντισσα, τόπος καταγωγής και ανατροφής του πατέρα μου; Ποτέ δεν αξιώθηκα να τη ζήσω πραγματικά, αλλά, κάθε φορά που το καράβι πιάνει τον κάβο της για να σφυρίξει μετά από λίγο, 3 φορές, στον Άη-Δημήτρη, βγαίνω στο κατάστρωμα για να πάρω αέρα. Αλλιώς θα σκάσω από το αίσθημα πληρότητας και τον -αδικαιολόγητο, κατά βάθος- σιωπηλό λυγμό. Άσε που πρόσφατα κάνω σχέδια για μια επιστροφή στην Κρήτη, να ξαναπιάσω τους μητρικούς κάβους.
Πιο μέσα είναι η πόλη μου, η γειτονιά μου, δεκάδες μικρά, καθημερινά σημεία αναφοράς που με γεμίζουν με τη βεβαιότητα ότι όλα (θα) είναι καλά, οι αγαπημένοι, οι φίλοι, οι γείτονες, οι συνήθειες, μικρές νησίδες-πατρίδες, όπως και το σπίτι μου, αυτό που φτιάχνω πάντα όπου κι αν βρίσκομαι. Δεν έχετε δει άνθρωπο να εξαφανίζει τόσο γρήγορα -όταν θέλει- αισθήματα και δείγματα προσωρινότητας σ’ ένα χώρο. Και πάλι -όταν θέλει- να κλείνει πίσω του μια γνώριμη πόρτα και να είναι σαν να μην την είχε ανοίξει ποτέ ξανά μέχρι τότε.
Κάπως έτσι φτάνω στην τελευταία, μικροσκοπική μπάμπουσκα, στο εσωτερικό μωρό – από εύπλαστο και όχι άκαμπτο, ευτυχώς, υλικό, χρωματισμένο σαν καλειδοσκόπιο, αγκαλιά το ίδιο για τον εαυτό του, με σύμβολα ανεξίτηλα στο DNA του και με το αίσθημα ότι, ακόμη κι όταν το γύρω γκρεμίζεται, αυτό είναι εκεί, κάπου όπου ανήκει και κάπου όπου επιστρέφει για να ξαναγεννηθεί.
Και αναρωτιέμαι, μην είναι, τελικά, αυτό, η Πατρίδα…