Από την πρώτη μέρα στο δημοτικό, ο Μάρκος και ο Νίκος βρέθηκαν δίπλα-δίπλα στο ίδιο θρανίο. Μοιράζονταν τετράδια, μολύβια, παιχνίδια, μικρές νίκες και τις πρώτες ήττες τους: μαζί ζούσαν μέσα στον αστείο, ανέμελο κόσμο της παιδικής τους ηλικίας. Τόσο «κολλητοί» που κάποιοι δάσκαλοι έλεγαν πως ήταν «ένα μυαλό σε δύο σώματα», και οι συμμαθητές τους ζήλευαν τη δεμένη σχέση τους. Μαζί γελούσαν, μαζί πειράζονταν, μαζί σκαρφάλωναν σε δέντρα και τρέχανε στις αυλές του σχολείου, κι έμοιαζε πως τίποτα δεν θα μπορούσε να τους χωρίσει. Κι’ έτσι κύλησε όλο το Δημοτικό για τα δύο αγοράκια.
Όμως, η ζωή είναι γεμάτη από μικρές «ρωγμές» που μπορεί να φτάσουν και να γίνουν «γκρεμοί». Περνώντας στο γυμνάσιο, μια πρώτη «κομβική μετάβαση» για όλα τα παιδιά αυτής της ηλικίας, άρχισαν να φαίνονται οι πρώτες διαφορές τους: Ο Μάρκος ήταν μεθοδικός, σχολαστικός, πάντα οργανωμένος, ενώ ο Νίκος ήταν ορμητικός, αυθόρμητος, και συχνά άφηνε τα πράγματα να κυλούν όπως έρχονταν. Στην αρχή γελούσαν με αυτές τις διαφορές, αλλά όσο μεγάλωναν, οι αντίθετοι χαρακτήρες τους άρχισαν να τους φέρνουν τριβές, και οι διαφωνίες τους συχνά εξελίσσονταν σε καυγάδες και παρεξηγήσεις που μπορεί να τους κρατούσαν γι’ αρκετές μέρες χωρίς να μιλιούνται.
Το λύκειο τούς χώρισε ακόμα περισσότερο: Ο Μάρκος επιλέχθηκε να πάει με υποτροφία σε ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο της πόλης τους, ενώ ο Νίκος ακολούθησε αθλητικές δραστηριότητες και παρέες που τον έκαναν να νιώθει ανεξάρτητος. Η επικοινωνία τους άρχισε να αραιώνει. Οι τηλεφωνικές κλήσεις έγιναν σπάνιες, τα μηνύματα λιγοστά, κι εκείνο το δυνατό παιδικό τους δέσιμο άρχισε να γίνεται παλιά ανάμνηση.
Τα χρόνια πέρασαν, και οι δύο νέοι πήραν εντελώς ξεχωριστούς δρόμους. Ο Μάρκος σπούδαζε οικονομικά, που ήταν και το όνειρο της ζωής του, ενώ ο Νίκος προτίμησε την επιχειρηματική περιπέτεια που πάντα τον γοήτευε. Ώσπου κάποια στιγμή συναντήθηκαν σε ένα κλαδικό συνέδριο, και με το που διασταυρώθηκαν οι ματιές τους, αμέσως χαμογέλασαν και αγκαλιάστηκαν με εκείνη την οικειότητα που νιώθουν μόνο όσοι γνωρίζονται από παιδιά. Οι διαφορές είχαν ξεχαστεί, και οι δύο νέοι βάλθηκαν να συζητάνε για επιχειρηματικές ευκαιρίες. Και λίγους μήνες μετά, ξεκίνησαν μαζί μια επιχειρηματική κίνηση που έμοιαζε υποσχόμενη.
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Ο Μάρκος ανέλαβε τη στρατηγική, τα οικονομικά και την οργάνωση: Έφτιαχνε λεπτομερή επιχειρηματικά σχέδια, πλάνα ανάπτυξης, προϋπολογισμούς και αναλύσεις κινδύνων. Ο Νίκος, με την τόλμη και τη δημιουργικότητά του, ανέλαβε το μάρκετινγκ, τις πωλήσεις και τις συνεργασίες με πελάτες: Δημιούργησε καμπάνιες, παρουσίαζε το προϊόν τους σε μικρές επιχειρήσεις που ήθελαν ψηφιακή αναβάθμιση, και έφερνε νέα έργα στην εταιρεία. Μαζί είχαν φτιάξει μια καινοτόμο πλατφόρμα ψηφιακών λύσεων για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις: Ένα λογιστικό λογισμικό, με εργαλεία διαχείρισης αποθεμάτων και online παρουσία για καταστήματα που ήθελαν να εξελιχθούν ψηφιακά.
Μα όσο περνούσαν οι μήνες, οι παλιές πληγές ξαναφάνηκαν. Οι αποφάσεις άρχισαν να προκαλούν συγκρούσεις. Ο Νίκος κατηγορούσε τον Μάρκο ότι είναι πολύ αυστηρός και αργοπορεί τις κινήσεις, ενώ ο Μάρκος έβλεπε τον Νίκο να παίρνει ρίσκα χωρίς να μετράει τις συνέπειες. Οι μικρές εντάσεις μεγάλωναν, οι φωνές αντηχούσαν στα γραφεία, και οι δύο φίλοι έφτασαν στο σημείο να μην μπορούν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο χωρίς θυμό.
Ο καβγάς ξέσπασε όταν μια μεγάλη επένδυση κινδύνευσε λόγω μιας αυθόρμητης κίνησης του Νίκου. Ο Μάρκος ξέσπασε: «Δεν μπορώ να δουλεύω άλλο μαζί σου! Δεν σέβεσαι τις προσπάθειές μου, ούτε τον χρόνο μου!» Ο Νίκος, με φωνή που έτρεμε από θυμό και απογοήτευση, απάντησε: «Κι εσύ ζεις στη ζώνη ασφαλείας σου! Δεν βλέπεις τη ζωή γύρω σου που τρέχει, και κολλάς σε φανταστικούς φόβους!» Οι λέξεις έπεφταν σαν μαχαίρια, και για πρώτη φορά, η φιλία που κράτησε τόσα χρόνια έμοιαζε να σπάει για πάντα. Κι ο Μάρκος αποχώρησε, αφήνοντας τον Νίκο μόνο του να συνεχίσει το επιχειρηματικό σχέδιο που είχαν ξεκινήσει μαζί.
Η φάση που ακολούθησε δεν ήταν καθόλου εύκολη, ούτε για τον έναν, ούτε για τον άλλον. Όχι μόνο γιατί «γκρεμίστηκε» το κοινό τους όνειρο, αλλά γιατί πονούσε πολύ περισσότερο η αίσθηση της απώλειας της βαθιάς σύνδεσης που είχαν από παιδιά… Αλλά κανένας τους δεν έκανε εκείνη τη σημαντική «πρώτη κίνηση», εκείνο το βήμα που σε οδηγεί να βγεις από τον εαυτό σου και να κοιτάξεις τον άλλον χωρίς να θέλεις να τον αλλάξεις και να τον φέρεις στα μέτρα σου…
Μήνες αργότερα, η επιχείρηση με τον Νίκο μόνο του, βρέθηκε σε κρίση: Mια σειρά από λανθασμένες επενδύσεις και καθυστερημένες πληρωμές έθεσαν σε κίνδυνο όσα είχαν χτίσει. Και τότε σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε τον Μάρκο. Εκείνος, σαν να το περίμενε αυτό το κάλεσμα ανταποκρίθηκε αμέσως, βάζοντας στην άκρη τον θυμό, και νιώθοντας μια παλιά αλήθεια να ξυπνάει μέσα του: η φιλία τους δεν είχε χαθεί…
Η πρώτη συνάντηση ήταν αμήχανη. Οι κουβέντες ήταν σφιχτές, τα βλέμματα κάτω. Μα όσο μιλούσαν, όσο έβαζαν στην άκρη τον εγωισμό, τόσο αναδύθηκε ξανά η σύνδεση που είχε γεννηθεί από τα έξι τους στο ίδιο θρανίο: Η παιδική εμπιστοσύνη, η αθωότητα, η βαθιά αίσθηση ότι κάποιος σε καταλαβαίνει χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσεις.
Σιγά-σιγά, μαζί, οι δύο φίλοι έστησαν ξανά την επιχείρηση, πιο προσεκτικοί, πιο ώριμοι, πιο συνειδητοί. Ο Νίκος έμαθε να υπολογίζει τις συνέπειες πριν δράσει, ο Μάρκος να εμπιστεύεται τη διαίσθηση και το θάρρος του φίλου του. Η πλατφόρμα και το πρόγραμμά τους έγινε σημείο αναφοράς για τις επιχειρήσεις που ήθελαν να ψηφιοποιηθούν, ενώ οι πελάτες τους επαινούσαν την αξιοπιστία, την ευελιξία και την προσωπική φροντίδα που λάμβαναν.
Για τον Μάρκο και τον Νίκο, η ψυχική ανθεκτικότητα δεν ήταν πια μόνο μια θεωρητική έννοια: Ήταν ένα βίωμα που τους βοήθησε να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, καθώς η αξία της αληθινής, παιδικής τους φιλίας ήξερε πάντα να βρίσκει τον δρόμο της επιστροφής.