Ο Γιώργος πάντα πίστευε ότι η γυναίκα του, η Μαρία, είχε μια “εύκολη” ζωή. Εκείνος δούλευε πολλές ώρες, έφερνε τα χρήματα στο σπίτι, ενώ εκείνη “απλώς” φρόντιζε τα παιδιά και το σπίτι. Δεν είχε να σκεφτεί πελάτες, τζίρους, ανταγωνισμούς, αναποδιές, πώς θα έβγαινε το ταμειακό του μήνα, και όλα αυτά που βαρύνουν έναν επιχειρηματία, σ’ έναν “αγώνα δρόμου” που ένιωθε πως ποτέ δεν σταματάει.
Μακάριζε τη Μαρία που την έβλεπε να μένει στο σπίτι κάθε πρωί που εκείνος έφευγε βιαστικά για την δουλειά, και γ’ αυτό συχνά την υποτιμούσε -χωρίς καν να το καταλαβαίνει- με μικρά σχόλια του τύπου “Ε, σιγά, τι κάνεις όλη μέρα;” ή “Εγώ τρέχω έξω και κουράζομαι, ενώ εσύ κάθεσαι άνετα στο σπίτι”.
Σ’ αυτά τα σχόλια, η Μαρία ποτέ δεν απαντούσε. Απλώς χαμογελούσε, του χάιδευε απαλά το μάγουλο και συνέχιζε. Κάθε μέρα ξεκινούσε από το πρωί να ετοιμάσει τα παιδιά για το σχολείο, και μόλις έφευγαν όλοι, ξεκινούσε τις δουλειές που μόνο εκείνη ήξερε πως “δεν τελείωναν ποτέ”, αλλά που ο κόπος τους δεν φαινόταν ξεκάθαρα σε κανέναν: συγύρισμα, ρούχα, ψώνια, μαγείρεμα, εξωτερικές δουλειές, βοήθεια στο διάβασμα των παιδιών, τρέξιμο όλο το απόγευμα για τα εξωσχολικά τους… Πολλές φορές κάποιες φίλες της εργαζόμενες της λέγανε “καλά εσύ δεν δουλεύεις και δεν προλαβαίνεις να έρθεις να μας βρεις για ένα καφέ;”… ούτε κι αυτές δεν την πίστευαν!
Ώσπου μια μέρα, η ζωή τους άλλαξε ξαφνικά. Η Μαρία αρρώστησε σοβαρά με μια σπάνια ασθένεια που πρόσβαλε το μυοσκελετικό της και οι γιατροί της επέβαλαν εντατική φαρμακευτική θεραπεία και αυστηρή ξεκούραση. Δεν έπρεπε να σηκώνεται από το κρεβάτι για τουλάχιστον δύο μήνες, παρά μόνο για τα απαραίτητα, και για τις πρώτες δεκαπέντε μέρες έπρεπε να μείνει στο νοσοκομείο ώστε να έχει συνεχή ιατρική παρακολούθηση.
Έτσι ο Γιώργος, χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε στο επίκεντρο μιας πραγματικότητας που ποτέ δεν είχε φανταστεί. Την πρώτη κιόλας μέρα που έμεινε μόνος με τα παιδιά, ένιωσε χαμένος. Το ξυπνητήρι χτύπησε, και μέσα σε λίγα λεπτά το σπίτι είχε γεμίσει φωνές: “Μπαμπά, δεν βρίσκω την τσάντα μου!” – “Μπαμπά, θέλω πρωινό!” – “Μπαμπά, η στολή μου είναι ασιδέρωτη!” Κι αυτό ήταν μόνο το πρωί. Στη δουλειά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, γιατί το κινητό χτυπούσε ασταμάτητα. Το μεσημέρι έτρεχε να μαγειρέψει ή τέλος πάντων να φροντίσει να έχουν φαγητό τα παιδιά, και το απόγευμα να τα ετοιμάσει για τις δραστηριότητές τους. Το σπίτι ήταν πάντα ακατάστατο, τα άπλυτα μαζεύονταν σε χρόνο μηδέν, και ο ίδιος εξαντλημένος. Μέσα σε λίγες μέρες, ένιωσε την απόλυτη εξουθένωση.
Και τότε, κάτι άρχισε να αλλάζει μέσα του. Οι δυο εβδομάδες χωρίς τη Μαρία στο σπίτι ήταν κυριολεκτικά μια κόλαση, και η ψυχολογία του επιβαρυμένη, και γιατί αγωνιούσε για την υγεία της, και γιατί παραμελούσε τη δουλειά του, αλλά και γιατί για πρώτη φορά συνειδητοποιούσε πόσο πολύτιμη ήταν και πόσο την είχε αδικήσει όλα αυτά τα χρόνια.
Ένα βράδυ, καθώς μάζευε τα παιχνίδια από το πάτωμα, της έριξε μια ματιά έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Ήταν αδύναμη, αλλά ακόμα είχε εκείνο το ήρεμο χαμόγελο κοιτώντας τον με αγάπη στα μάτια μόλις πήγε κοντά της. Την πλησίασε και της είπε σιγανά: “Δεν ήξερα… Δεν είχα ιδέα πόσο δύσκολη και καθόλου εύκολη ήταν η ζωή σου. Πώς τα κατάφερνες τόσα χρόνια;” Η Μαρία τον κοίταξε με καλοσύνη. “Γιατί νόμιζες ότι ήταν εύκολο;” Ο Γιώργος έσκυψε το κεφάλι. Για πρώτη φορά ένιωσε πόσο λάθος έκανε τόσα χρόνια, την αγκάλιασε και της ζήτησε να τον συγχωρέσει.
Από την επόμενη μέρα, κάτι άλλαξε μέσα του. Δεν έβλεπε πια πως η δική του συμβολή στην οικογένεια σταματούσε μόνο στην παροχή χρημάτων. Άρχισε να αντιλαμβάνεται τις δουλειές του σπιτιού, και την ανατροφή και φροντίδα των παιδιών σαν ευθύνη και των δύο. Και το έδειξε έμπρακτα: ξεκίνησε να ξυπνάει λίγο πιο νωρίς το πρωί για να ετοιμάζουν μαζί τα παιδιά, έπλενε τα πιάτα ή αναλάμβανε τα ψώνια χωρίς να περιμένει να του το ζητήσουν, και με κάθε ευκαιρία έλεγε στη Μαρία: “Σε ευχαριστώ για όλα όσα κάνεις για όλους μας.”
Έτσι, όταν η Μαρία ανάρρωσε κι έγινε τελείως καλά, δεν ήταν πια μόνη της σε αυτό το ταξίδι. Ο Γιώργος είχε μάθει κάτι που δεν θα ξεχνούσε ποτέ: πως η γυναίκα του δεν ήταν απλώς η “σύζυγός” του. Ήταν η ήρεμη δύναμη -ο “βράχος”- πίσω από την οικογένειά τους. Και την έβλεπε με καινούργια μάτια, τα μάτια της καρδιάς, με σεβασμό κι εκτίμηση, με αγάπη και βαθιά ευγνωμοσύνη.
Κάποιες φορές χρειάζεται να χάσουμε κάτι για να το εκτιμήσουμε… Λέμε «δεν θάπρεπε να είναι έτσι», αλλά είναι… και για ακόμα μια φορά θυμήσου πως μέσα από τα δύσκολα γίνεσαι καλύτερος, κι αυξάνεις ακόμα περισσότερο το απόθεμα της ψυχικής σου ανθεκτικότητας.