Από τα αλώνια της Ηπείρου, από κάτω από τα πλατάνια στις πλατείες των χωριών, από τις αυλές των ξωκλησιών της Σίφνου, τα καλοκαιρινά πανηγύρια είναι πλέον θεσμός πολιτισμού και παράδοσης.
Άλλοτε με τσαρούχια και κλαρίνα κι άλλοτε με σαντάλια και λαγούτα και τουρίστες που προσπαθούν να χορέψουν ανάποδα το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Η εικόνα στη στεριά και στη θάλασσα είναι ίδια. Μακριά τραπέζια με τάβλες σκεπασμένες με χάρτινα τραπεζομάντηλα. Ατελείωτες καρέκλες και πεζούλες όπου κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον.
Όλες οι γενιές, ντόπιοι, απόδημοι, τουρίστες, επισκέπτες.
Όλες οι καταγωγές από την Αυστραλία, από την Αθήνα, από τη Γερμανία την Αμερική, από τα διπλανά χωριά.
Όλες οι μορφές συγγένειας: παππούδες, γιαγιάδες, γονείς, κόρες, γιοί εγγόνια, ανιψιά, βαφτιστήρια, αδέλφια, ξαδέρφια. Επίσης άγνωστοι, φίλοι, φίλοι των φίλων, εραστές, σύζυγοι.
Όλοι μαζί θυμούνται, στ’ ανταμώματα του πανηγυριού όλα τα παλιά …παιχνίδια στα σοκάκια, τις βόλτες στο νυφοπάζαρο της πλατείας, τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα, τα αρώματα της γης και της θάλασσας.
Σα να περνάνε μια πύλη που τους μεταφέρει στα παλιά καλοκαίρια εκείνα με τις πλεξούδες, τα πλαστικά βραχιολάκια και το τσέρκι.
Οι μουσικοί και ο /η τραγουδίστρια, αφού κουρδίσουν το βιολί και την κιθάρα τους, αφού δοκιμάσουν το λαούτο και το κλαρίνο τους, αρχίζουν να παίζουν μέχρι τελικής πτώσεως!
Μικροί και μεγάλοι κύκλοι χορευτών μπερδεύονται και στριμώχνονται στην πίστα!
Κάποιοι ξέρουν τα βήματα, κάποιοι άλλοι περπατούν αγωνιώντας και άλλοι χοροπηδούν. Όλα συγχωρούνται και τα ποδοπατήματα και οι φωνές.
Οι γεροντότεροι τρώνε και πίνουν ασταμάτητα τη ρεβιθάδα, τα σουβλάκια, τη μακαρονάδα, το ψωμί, τα τυριά.
Το κρασί και το τσίπουρο… ατελείωτο.
Πάντα, κάτω από τα λαμπάκια ανάμεσα σε ένα σουβλάκι και έναν χορό, κάτι γίνεται. Μια ματιά, ένα χαμόγελο ένα τυχαίο πάτημα ποδιού, που τελικά μόνο τυχαίο δεν είναι. Ο έρωτας πανταχού παρών στην πλατεία του χωριού και στον αυλόγυρο του μοναστηριού. Ορισμένα βλέμματα κρατάνε όσο κι ένα τραγούδι. Άλλα φτάνουν μέχρι το Σεπτέμβρη και γίνονται αναμνήσεις που ξανά φέρνει στο νου κάθε φορά που ακούς ένα «…σ´ αγαπώ γιατί είσαι ωραία…», και κάποια (γιατί όχι 😉 γίνονται ιστορίες ολόκληρης ζωής.
Πέρα από τις γεύσεις και τους ήχους, τα πανηγυράκια του καλοκαιριού στη χώρα μας, είναι μια πράξη κοινότητας, ένα ραντεβού που απευθύνεται σε όλους, ένα αντάμωμα.
Ο ξενιτεμένος που φτάνει και δακρύζει γιατί όλο τον χειμώνα νοσταλγεί το χωριό του, η γιαγιά που δε βγαίνει όλο τον χρόνο και τώρα κάθεται στην πρώτη σειρά και η εφηβική παρέα που κοροϊδεύει τους μεγάλους που χορεύουν, αλλά μέσα της τους θαυμάζει…
Σίγουρα δεν υπάρχει ηλικία στο πανηγύρι υπάρχει μόνο διάθεση.
Εκείνη η κυρία με το έντονο floral φουστάνι, που χορεύει πρώτη, μπορεί να έχει κάνει δεκάδες καρδιές να φτερουγίσουν σε περασμένα καλοκαίρια. Και εκείνος ο γκριζομάλλης κύριος με το λευκό πουκάμισο που ζητά «μια στροφή» ακόμη, ίσως χορεύει για να θυμηθεί, ή για να ξαναζήσει!
Έτσι είναι εκεί όλοι! Όλοι μαζί ανταμωμένοι.
Και σε έναν κόσμο που τρέχει όλο πιο γρήγορα προς το «εγώ» τα πανηγύρια του καλοκαιριού μάς θυμίζουν την αξία του «εμείς», την αξία του ανταμώματος, όχι για να πούμε κάτι σπουδαίο αλλά για να είμαστε όλοι μαζί. Να μοιραστούμε ψωμί, βήματα, γέλιο, ιδρώτα, τραγούδι και να φύγουμε λίγο πιο γεμάτοι.
Κι αυτό γιατί όσο υπάρχει ένα πανηγύρι, υπάρχει ακόμη ελπίδα ότι δεν έχουμε ξεχάσει πώς είναι να χτυπάμε παλαμάκια με την καρδιά.
Στο πανηγύρι, για λίγες ώρες, θυμάται ο κόσμος πώς είναι να βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους και όχι χρήστες, όχι αριθμούς. ‘Όχι να ακούς: «…στο δρόμο μου μη με ενοχλείς …» ή «…γιατί με ταράζεις… τι δεν καταλαβαίνεις;» κι άλλες τέτοιες εκφράσεις.
Έτσι είναι τα καλοκαιρινά πανηγυράκια: «φεστιβάλ» του λαού, θα τα έλεγα, που ούτε εισιτήριο θέλεις, ούτε «dress code»,ούτε πρόσκληση και εδώ θυμάσαι τους στίχους:
«…ως που στο τέλος ένιωσα κι ας πα να με λένε τρελό …πως από ένα τίποτα γίνεται ο παράδεισος…»



Καλή συνέχεια καλοκαιριού! Καλή αντάμωση το φθινόπωρο!