Σήμερα, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε την πόλη της σύγχρονης Αθήνας χωρίς τις πολυκατοικίες, τις κάθετες «μικροπολιτείες», που διαμόρφωσαν τον αστικό ιστό, επηρέασαν την οργάνωση της πόλης τόσο από αισθητικής όσο και κοινωνικής πλευράς και χάρισαν στην Αθήνα της ταυτότητά της.
Εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’20, με την καθιέρωση του νόμου περί οριζοντίου ιδιοκτησίας, στα Πατήσια, στα Εξάρχεια, στην Κυψέλη, στο Κολωνάκι, για να στεγάσουν κυρίως την αστική τάξη. Παρείχαν πρωτοποριακές για την εποχή ανέσεις διαβίωσης, απέκτησαν ταυτόσημη σχέση με το μοντέρνο αρχιτεκτονικό κίνημα και έφεραν σημαντικές κοινωνικές αλλαγές, γεφυρώνοντας το ατομικό με το συλλογικό (δηλαδή την οικογένεια και την εστία της με την ευρύτερη κοινωνία και το δημόσιο χώρο), εισάγοντας ταυτόχρονα έναν καινούργιο τρόπο ζωής.
Εκείνα τα χρόνια, οι σχέσεις των ανθρώπων δεν ήταν απρόσωπες, όπως συμβαίνει σήμερα που συχνά δεν γνωρίζουμε καν ποιός μένει δίπλα μας και στις πολυκατοικίες οι ένοικοι δεν ήταν απλώς συγκάτοικοι, αλλά ανέπτυσσαν φιλίες μεταξύ τους, συναντιόντουσαν, συναθροίζονταν, έκαναν βεγγέρες, αντάλλασαν επισκέψεις.
Μία από τις μεγαλύτερες και πιο δαπανηρές στην κατασκευή τους πολυκατοικίες, που κτίστηκαν εκείνη την εποχή στην Αθήνα και πληρούσε όλα τα παραπάνω, ήταν η περίφημη εξαώροφη μεσοπολεμική «Μπλε Πολυκατοικία», αντιπροσωπευτικό δείγμα του μοντερνισμού και σταθμός στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής, που δέσποζε με τον όγκο της στην πλατεία Εξαρχείων (Αραχώβης 61 & Θεμιστοκλέους 80). Πρόκειται, ουσιαστικά, για δύο κτίρια, με διαφορετικές εισόδους, τα οποία ενώνονται μεταξύ τους μέσω του δώματος και του φωταγωγού.
Κτίστηκε το 1933, για τον επιχειρηματία & εμπνευστή της, Κωστή Αντωνόπουλο, σε σχέδια του νεαρού τότε αρχιτέκτονα Κυριακούλη (Κούλη) Παναγιωτάκου, στον οποίο δόθηκε το ελεύθερο να κάνει αυτό που ακριβώς ήθελε. Όπως ακούσαμε από την ομότιμη καθηγήτρια αρχιτεκτονικής Μάρω Αδάμη, «φημολογείτο ότι υπήρχε κάποιο ειδύλλιο της κόρης του Αντωνόπουλου με τον Παναγιωτάκο και κάπως έτσι ξεκίνησε αυτή η συνεργασία...» Το προσωνύμιο «Μπλε Πολυκατοικία» το οφείλει στο χρώμα μπλε κοβαλτίου της πρόσοψης της, που επιμελήθηκε ο ζωγράφος Σπ. Παπαλουκάς, ο οποίος είχε συμμετάσχει στη διακόσμηση της.
Οι εσοχές, τα μεγάλα παράθυρα, τα λευκά ξύλινα κουφώματα ήταν μερικά από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της. Ο αρχιτέκτονας είχε χρησιμοποιήσει στοιχεία από την αρχιτεκτονική των πλοίων και αυτό φαίνεται από τα κοίλα τόξα πάνω στις πόρτες, που μοιάζουν με φινιστρίνια. Παλιοί ένοικοι χαρακτήριζαν την πολυκατοικία ως ένα υπερωκεάνιο και τις ταράτσες της, ως τα καταστρώματα αυτού. Οι δε ανέσεις ήταν μοναδικές για την εποχή, με την κάθε λεπτομέρεια φροντισμένη στην εντέλεια. Όπως αναφέρει η κα Αδάμη «Από τα πόμολα, το γραμματοκιβώτιο, μέχρι τα μεταλλικά νούμερα πάνω στην πόρτα που δήλωναν το νούμερο του διαμερίσματος, ήταν όλα άψογα. Τα δε ντουλάπια της κουζίνας, μικρά αριστουργήματα. Μακάρι να τα είχαμε και σήμερα».
Στο δώμα, εκτός από τους βοηθητικούς χώρους, δημιουργήθηκε ένα εντευκτήριο 500 τ.μ., για τους ενοίκους, που τους έδινε την ευκαιρία για συναναστροφές, υπόδειγμα συνδυασμού συμβίωσης και κοινωνικής ζωής.
Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο της Μάρω Αδάμη «Η Μπλε Πολυκατοικία“, ο Λ. Κύρκος είχε πει κάποτε ότι «ο χώρος του εντευκτηρίου έδινε την ευκαιρία για κοινωνική επαφή και ανθρώπινη γνωριμία και βοηθούσε στο να υπερπηδηθούν φανατισμοί και εντάσεις, καθώς ο ένας έβλεπε τον άλλον όχι σαν κάτι απόμακρο, αλλά σαν κάτι οικείο, με το οποίο μοιράζεται τη ζωή του». Με την πάροδο του χρόνου τα πλυσταριά μετατράπηκαν σε διαμερίσματα, αυξάνοντας τον αριθμό τους από 33 σε 40 και αλλάζοντας την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της στέγης.
Είναι δε η μόνη πολυκατοικία στην Αθήνα που τα ρολόγια νερού βρίσκονται στην ταράτσα, λόγω του ότι υπήρχε πρόβλεψη να κατασκευαστεί εκεί πισίνα, σχέδιο όμως που τελικά δεν υλοποιήθηκε..
Η Μπλε Πολυκατοικία, είχε εντυπωσιάσει και τον αρχιτέκτονα και διακοσμητή Le Corbusier, όταν την είδε μισοτελειωμένη, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα και λέγεται ότι χάραξε σε τοίχο της εισόδου μία φράση: «c’est tres beau» (είναι πολύ ωραία).
Στην ταράτσα της υπήρξε μία από τις σειρήνες που ειδοποίησαν τους Αθηναίους το πρωϊνό της 28ης Οκτωβρίου για την επίθεση των Ιταλών στην Ελλάδα και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στα διαμερίσματά της οργανώθηκαν πολλές από τις επιχειρήσεις της ελληνικής αντίστασης.
Για ένα διάστημα η ΟΠΛΑ είχε καταλάβει τμήμα της πολυκατοικίας για να εγκαταστήσει τα γραφεία της. Επίσης, εκεί στεγάστηκε η αντιστασιακή οργάνωση «Μίδας 614» και το επιτελείο του αξιωματικού Μ. Τσιγάντε, τα δε υπόγεια χρησιμοποιήθηκαν ως καταφύγιο για απόκρυψη και φυγάδευση μελών της. Κατά τα Δεκεμβριανά κινδύνευσε τρεις φορές να ανατιναχθεί από μαχητές της ΕΛΑΣ.
Μεταξύ άλλων, πολλοί άνθρωποι της πολιτικής, των γραμμάτων και τεχνών υπήρξαν κάτοικοι της Μπλε Πολυκατοικίας, όπως ο Ρένος Αποστολίδης, η Σοφία Βέμπο, ο Φρέντυ Γερμανός, ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Αλέξης Μινωτής και η Κατίνα Παξινού, ο Μίμης Τραϊφόρος, ο Δημήτρης Χόρν κά.
Την γνωριμία του με τον Δημήτρη Χόρν χρησιμοποίησε ο ήρωας του Μενέλαου Λουντέμη, στο διήγημά του «Χαμόγελα σε πληγωμένα χείλη» και πήγε να του ζητήσει μία οποιαδήποτε δουλειά. Μέσα απ’ αυτή την επίσκεψη περιγράφεται με χιούμορ η μπλε πολυκατοικία. «Κάθεται εκεί κατά τα Εξάρχεια, σε μία αρλεκίνικη οκέλα (προπολεμική πολυτελής πολυκατοικία), μπογιατισμένη παρδαλά, που μοιάζει με υπερωκεάνιο. Είναι τόση πολυτέλεια εκεί που βουϊζουν τ’ αφτιά μου. Ο θυρωρός καμαρώνει σαν ναύαρχος». Αρκετές δε σκηνές από τις ταινίες «Ζηλιαρόγατος» (1956) και «Ο Σταμάτης & ο Γρηγόρης» (1962), γυρίστηκαν στα εσωτερικά της Πολυκατοικίας.
Στο ισόγειο της λειτούργησε για πολλά χρόνια ο πολυχώρος του καφε-ζαχαροπλαστείου «Φλοράλ», όπου διοργανώνονταν συχνά πολιτιστικές δράσεις, όπως παρουσιάσεις βιβλίων, συζητήσεις και live εμφανίσεις με μικρά σχήματα καλλιτεχνών.
Σήμερα, η 90χρονη Μπλε Πολυκατοικία, συμπεριλαμβάνεται στο Αρχείο Νεωτέρων Μνημείων και παρ’ όλο που η αίγλη του παρελθόντος και το μπλε της χρώμα έχουν ξεθωριάσει από τον χρόνο, εξακολουθεί να παραμένει ένα από τα πιο εμβληματικά κτίρια της περιοχής και ένα από πιο πολυσυζητημένα των Αθηνών.