Η μικρή Μαρίλια πρόσεχε ελάχιστα στα «φιλολογικά» μαθήματα… ήταν τόσο καλή στα μαθηματικά και στη φυσικοχημεία, που τα υπόλοιπα της ήταν αδιάφορα… Βαριόταν βέβαια θανάσιμα όταν ο φιλόλογος τους διάβαζε λογοτεχνικά κείμενα και ποίηση… κοιτούσε έξω από το παράθυρο τον κήπο του σχολείου και το μυαλό της ταξίδευε…
Μέχρι που μια μέρα ο φιλόλογος τούς διάβασε το ποίημα «Η Αγάπη» του Κώστα Ουράνη… «Δεν ωφελεί να καρτεράς… αν είναι νάρθει θε ναρθεί… αλλιώς θα προσπεράσει» χαράχτηκαν με ανεξίτηλο μελάνι οι στίχοι στην εφηβική καρδούλα της Μαρίλιας… κι αμέσως άρχισε το ρομαντικό όνειρο μιας αγάπης, που θα ‘ρχόταν και στη δική της τη ζωή, με τη μορφή ενός όμορφου πρίγκηπα που θα την ερωτευόταν και θα την λάτρευε μια ζωή…
Έτσι σκεφτόταν κι έτσι περίμενε την αγάπη η Μαρίλια… Όμως η ζωή – ή καλύτερα ο πατέρας της – είχε άλλα πλάνα για εκείνη: ήταν δεν ήταν 18 χρονών, όταν την πάντρεψε με προξενιό, γιατί, σαν παραδοσιακός συντηρητικός πατέρας, θεωρούσε πως ένας «καλός γάμος» με έναν γαμπρό «της κοινωνικής μας θέσεως» ήταν μονόδρομος για ένα κορίτσι «καλής οικογενείας»!
Και βέβαια, ένας τέτοιος γάμος δεν μπορούσε να πάει μακριά… Παρά τους εντυπωσιακούς στολισμούς, φορέματα και δεξιώσεις, το κορίτσι δεν έπεσε σε «καλά χέρια» και πριν καν κλείσει χρόνος, τα πεθερικά της την έστειλαν πίσω στους γονείς της, καθώς ο «καλός γαμπρός» υπέφερε από χρόνια σοβαρή ψυχασθένεια, σε βαθμό που η υγεία – ίσως και η ζωή – της Μαρίλιας κινδύνευε!
Είδε κι έπαθε η μικρή να συνέλθει από το σοκ και προσπάθησε να μπει σε έναν πιο φυσιολογικό δρόμο για την ηλικία της: με δική της πρωτοβουλία ξεκίνησε σπουδές, έχοντας όνειρο και όραμα να αποκτήσει οικονομική ανεξαρτησία και αυτοδυναμία, ώστε να μην μπορέσει κανείς ξανά να την υποχρεώσει σε επιλογές που δεν ήταν δικές της στην προσωπική της ζωή: εξάλλου, εκείνη περίμενε πάντα την αγάπη, σύμφωνα με το μοναδικό ποίημα που αγάπησε και το ένιωθε σαν «δικό της ποίημα»!
Σύντομα έπιασε δουλειά σπουδάζοντας παράλληλα, ώστε να φτάσει το συντομότερο δυνατό στον στόχο της: να είναι ανεξάρτητη, αυτόνομη και αυτάρκης! Και γρήγορα ξεχώρισε ανάμεσα στα νεαρά στελέχη στην εταιρία που εργαζόταν, ανεβαίνοντας βαθμίδες και κερδίζοντας τα δικά της χρήματα! Όμορφη, δραστήρια, δυναμική και αγέρωχη, τραβούσε το ενδιαφέρον πολλών συναδέλφων που την πολιορκούσαν και μάλιστα, ένας διευθυντής, αρκετά μεγαλύτερός της, την είχε παράφορα ερωτευτεί και γι’ αυτό η Μαρίλια έβρισκε κάθε μέρα στο γραφείο της ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, που δεν ήξερε ποιος το άφηνε…
Μέχρι που τον πήρε χαμπάρι η τηλεφωνήτρια της εταιρίας και το ψιθύρισε στη Μαρίλια! Εκείνη, κολακευμένη που την πρόσεξε ένα τόσο σημαντικό στέλεχος, άλλαξε στάση απέναντί του, ξεκίνησε να του χαμογελάει – φιλικά βέβαια – μέχρι που εκείνος πήρε το θάρρος να την καλέσει σε δείπνο. Τρεις μήνες αργότερα η Μαρίλια ντύθηκε και πάλι νύφη, γιατί προτού καλά – καλά δημιουργήσουν σχέση με τον Λάμπρο – αυτό ήταν το όνομα του διευθυντή της – ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος, και, παρά το νεαρό της ηλικίας της, αποφάσισε να τον παντρευτεί, γιατί το όνειρό της ήταν να κάνει πολλά παιδιά, να έχει μια μεγάλη, χαρούμενη οικογένεια!
Όμως το όνειρο δεν «βγήκε»: πολύ γρήγορα μετά τον γάμο, ο Λάμπρος «ξεδίπλωσε» ένα άλλο πρόσωπο, και οι διαφορές τους άρχισαν να γίνονται αγεφύρωτες, ενώ η συμπεριφορά του εξελισσόταν απαξιωτική, χειριστική, κακοποιητική. Έτσι, όταν το μικρό τους αγοράκι ακόμα δεν είχε κλείσει τα δύο του χρόνια, η Μαρίλια ζήτησε διαζύγιο, και πέρασε έναν τεράστιο αγώνα για να καταφέρει να αποκτήσει ξανά την ελευθερία της, μην έχοντας καν δίπλα της τους γονείς της, που από την αρχή είχαν αντίρρηση γι’ αυτό το γάμο… Κάτι ήξεραν!
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν σκληρά για τη Μαρίλια: μόνη μεγάλωσε το παιδί της χωρίς καμία βοήθεια από κανέναν. Δούλευε ασταμάτητα σε δύο ή και τρεις δουλειές για να τα βγάλει πέρα, όμως η εξέλιξη της ήταν θεαματική και πολύ γρήγορα κατάφερε να κατακτήσει πολύ ψηλές και καλά αμειβόμενες θέσεις, καθώς ήταν δραστήρια, αποτελεσματική, δημιουργική και εξαιρετική συνεργάτης για όλους! Και πότε – πότε, τα βράδια θυμόταν εκείνο το ποίημα, το δικό της ποίημα, με τόση νοσταλγία, αλλά και με μια αίσθηση ότι «Πάει… αυτά δεν είναι για μένα, εγώ μάλλον το έχασα το τρένο», καθώς στα επόμενά της γενέθλια θα έκλεινε τα πενήντα πέντε της, ηλικία που θεωρούσε πως «είναι μάλλον αργά για πρίγκηπες!»
Όμως το ποίημα δεν λάθευε: ήταν το αμέσως επόμενο καλοκαίρι που ταξίδευε για λίγες μέρες σ’ ένα κοντινό νησί στην Αττική, όταν στο καράβι κυριολεκτικά σκόνταψε πάνω στον πρίγκηπά της: καθώς κρατούσε τον καφέ που μόλις είχε πάρει από το μπαρ, έπεσε πάνω του, κάνοντας χάλια και εκείνον και τη μπλούζα της. Η αντίδρασή του ήταν ένα πλατύ χαμόγελο κι ένα βαθύ βλέμμα. Κοιτώντας τον, η Μαρίλια ένιωσε την καρδιά της να σκιρτάει, καθώς ο αγαπημένος στίχος ήρθε στο νου «Θε να σου κλείσει απαλά με τ’ άσπρα χέρια της τα δυο τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε»…
Η ζωή ξέρει πότε είσαι έτοιμος, και σίγουρα, θα φροντίσει να το καταλάβεις και εσύ! Αρκεί να το πιστέψεις, και να έχεις εκείνη την ψυχική ανθεκτικότητα που θα σε φτάσει μέχρι εκεί!