Μέσα από τις παράξενες διαδρομές που ακολουθεί καθενός μας η ζωή, η δική μου με οδήγησε, στα πολύ νιάτα μου, να εργάζομαι εθελοντικά σε μια ΜΚΟ. Σκοπός της ήταν (και παραμένει) να προσφέρει συμπαράσταση σε εξαρτημένα άτομα και τις οικογένειές τους. Εκεί έμαθα για πρώτη φορά ότι οι εξαρτημένοι μοιράζονται μια στενή, αλλά δηλητηριώδη συγγένεια μεταξύ τους, ανεξάρτητα από την ουσία που τους καταδυναστεύει.
Τι ήξερα μέχρι τότε για τις ουσίες; Κυρίως, αυτά που είχαν ήδη δει τα μάτια μου: ότι στις τουαλέτες σχολείων, ακόμα και των «καλών» στα οποία κάποιοι από εμάς είχαμε την τύχη να φοιτήσουμε, γινόταν χρήση. Ότι το ίδιο γινόταν και σε αρκετά σπίτια επιφανών γιατρών, καθηγητών, επιχειρηματιών – γονιών των συμμαθητών μας. Ότι η παράδοση του «τεκέ» ευδοκιμούσε και στα σαλόνια. Ότι, στα νησιώτικα κοσμικά μπαρ όπου δουλεύαμε κάποια καλοκαίρια, τα παραισθησιογόνα έμπαιναν σε νόστιμα κέικ σοκολάτας, τα οποία σερβίρονταν όταν άναβε για τα καλά το κέφι. Ότι είχαμε φίλους που δεν γύρισαν ποτέ από κλινικές απεξάρτησης ή που κατέληξαν στα πεζοδρόμια, οριστικά στιγματισμένοι, σκιές πρώην κανονικών ανθρώπων, ζόμπι μετέωρα ανάμεσα σε ζωή και τάφο. Επίσης, κάποιοι από αυτούς είχαν κολλήσει και aids που θέριζε τότε – και, άρα, είχαν διπλό λόγο να «την κάνουν».
Μόνο που τότε κυριαρχούσαν δύο δόγματα: ότι «αυτά συμβαίνουν μόνο στους άλλους» και ότι, αν συμβούν και σε μας, εμείς θα εξακολουθούμε να παριστάνουμε ότι «αυτά συμβαίνουν μόνο στους άλλους».
Η κοινωνία (και κυρίως αυτή που θεωρούσε ότι ήταν «καλή») δεν ανεχόταν στιγματισμένους, ψυχικά διαταραγμένους και άλλους απόκληρους. Και ήταν πολλά τα στίγματα: του ορφανού, του ρεμαλιού, του πρεζάκια, του χωρισμένου, του χτικιάρη, του ρεμπεσκέ, του καρκινοπαθούς κι άλλα τόσα. Ένα σύμπλεγμα άγνοιας, προκαταλήψεων και φόβου έβαζε βαριά ασθενείς, δυστυχισμένους και παραβατικούς στον ίδιο κουβά, να κολυμπούν σε αμαρτήματα, τα περισσότερα από τα οποία δεν ήταν καταγεγραμμένα σε κανένα ανθρώπινο λεξικό. Πώς να χωνέψει ο καρκινοπαθής ότι ήταν πιθανό να μεταδώσει το «κακό» στους δικούς του; (Ακόμα και σήμερα, όταν ακούω να αποκαλείται ο καρκίνος «επάρατη νόσος», απασφαλίζω και γίνομαι στη στιγμή ακτιβίστρια).
Ως αποτέλεσμα, δύσκολα έμενες «ασημάδευτος». Σε έναν κόσμο χωρίς ηλεκτρονικές διασυνδέσεις κι έξυπνα τηλέφωνα, οι σημαντικές ειδήσεις ήταν περιορισμένες και υπήρχε η πολυτέλεια να αποφασίζει κάποιος ποιες -και πόσο- τον αφορούσαν. Το διασταυρωμένο κουτσομπολιό είχε την αξιοπιστία ενδελεχούς ρεπορτάζ και η φήμη κάθε οικογένειας κρινόταν από τον βαθμό της ικανότητάς της να κρύβει μυστικά κάτω από το χαλί του καθιστικού. Και κάπως έτσι, σαν περασμένα με πανίσχυρο απορρυπαντικό, τα στίγματα δεν άφηναν ούτε σκιά.
Και μετά ήρθε η επιστήμη. Δούλευα ακόμη στη ΜΚΟ όταν, έκθαμβη, παρακολούθησα ένα συνέδριο:
Ο κεντρικός ομιλητής, ο πρωτοπόρος καθηγητής Carlton K. Erickson παρουσίαζε το βιβλίο του σχετικά με τον ρόλο που παίζουν η εγκεφαλική λειτουργία και η γενετική, στο θέμα της εξάρτησης. Σ’ αυτό, μιλούσε για τις αλλαγές στην ορολογία και στο χαρακτηρισμό της εξάρτησης που είχαν προκύψει από τις ανακαλύψεις της νευροβιολογίας, επηρεάζοντας τις θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Όχι, δεν έχω τίποτα να πω για την εξάρτηση. Την τρέμω – και είμαι πολύ λίγη για να έχω άποψη. Στο νησί όπου μεγαλώνουν τα εγγόνια μου ακούω ότι, με 4-5 ευρώ, τα παιδιά Γυμνασίων και Λυκείων αγοράζουν από μπαρ, καφετέριες και ταχυφαγάδικα, δόσεις ουσιών οι οποίες, χωρίς εκείνα να το συνειδητοποιούν, τους ανοίγουν την πόρτα στον γκρεμό της τεχνητής παντοδυναμίας και αυτοπεποίθησης. Μου λείπει κουράγιο ακόμη και για να το σκεφτώ.
Κι αν είναι ένα πράγμα -έστω τόσο δα μικρό- που με παρηγορεί είναι ότι τώρα πια ξέρουμε, πως αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στους άλλους – οι οποίοι δεν φταίνε κιόλας.