Ο νεαρός Χρόνος και η ξανθιά Στιγμή του

«…τόσα καλοκαίρια μου ‘χαν φύγει από τα χέρια,
τόσα καλοκαίρια που δεν σ’ αγαπούσα…»
Η ξανθιά Στιγμή, τσαχπίνα και χαριτωμένη, τραγουδούσε στο πρωινό του καλοκαιριού, ξέγνοιαστη.
«…πέρασα τόσες ζωές για να βρω εσένα,
μες στη ζεστή σου αγκαλιά να κρυφτώ…»
Ο νεαρός Χρόνος ακούραστος και ακάματος, παρακολουθούσε τη ροή των εποχών του κι οργάνωνε τα θέματά του με επιμέλεια μαθητή. Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας. Παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Μα πάντα κάτι του έλειπε ή κάτι περίσσευε! Όσο καλά οργανωμένος κι αν ήταν, όσο δέσμιος των ωρολογιακών προγραμμάτων του και των χρονομέτρων, πάντα είχε μια αίσθηση απώλειας ή ανακρίβειας.
Κι αυτή η ενοχλητικά χαρούμενη ξανθιά Στιγμή, όλο τραγουδούσε καλοκαιρινά! Λες κι είχε κολλήσει στη χαρά και στην ευτυχία η βελόνα της. Δεν έδινε σημασία ούτε σ΄ αυτόν, ούτε στις ταχύτητές του. Μετρούσε τη ζωή της με χτυποκάρδια κι όχι με δευτερόλεπτα.
«Τί χαζοχαρούμενη ξανθιά!» αναφώνησε εκείνος.
«Γιατί παρακαλώ;» διέκοψε το τραγούδι της η Στιγμή, υποδυόμενη την προσβεβλημένη.
Ο νεαρός Χρόνος κόκκινος από ντροπή, μιας και δεν είχε σκοπό να την προσβάλλει –απλά η τόση χαρά της τον είχε εκνευρίσει- απολογήθηκε: «Αναρωτήθηκα φωναχτά, πώς μπορείς να ΄σαι μες στην τρελή χαρά, ενώ υπάρχεις ελάχιστα».
«Είσαι τρελός γέροντα;» τον πείραξε γελώντας. «Πώς υπάρχω ελάχιστα και τραγουδώ τόση ώρα;»
Ο νεαρός Χρόνος αποσβολωμένος κοντοστάθηκε. Αυτός μέσα στους γρήγορους και αγχώδεις ρυθμούς, με την ψυχή στο στόμα και μετά στην κωλότσεπη (κάτι σα διαδρομή Κολιάτσου-Παγκράτι) έτρεχε όλη μέρα κι όλη νύχτα και κάθε εποχή. Προσπαθούσε να ΄χει στιγμές χαλάρωσης να ευχαριστηθεί τη ροή του, μα αυτές δεν συντονίζονταν με τίποτα κι έτρεχαν πιο γοργά από τα ρολόγια του.
«Τί λάθος κάνω;» αναρωτήθηκε. «Αφού είμαι Ένας κι Εγώ, γιατί με μετρώ λάθος; Προχωρώ μπροστά, μα πότε σέρνονται οι δείκτες μου και πότε δεν τους προλαβαίνω!» μουρμούρισε ο Χρόνος.
Η Στιγμή, ακούγοντας το παραπονεμένο μουρμουρητό, αποφάσισε ν΄ αναλάβει δράση. Της ήταν ιδιαίτερα συμπαθής ο Χρόνος, αν και σφιχτοκέφαλος και θεωρούσε ότι παγίδευε την προσωπικότητά του και τη ζωή του στους αριθμούς και στη συνεχή επανάληψη. Ξανά και ξανά!
«Έλα! Έλα να τραγουδήσουμε. Έλα να παίξουμε το παιχνίδι της αλήθειας!»
Ο Χρόνος την κοίταξε βαθιά απορημένος. «Της αλήθειας; Μα ποιος ξέρει την αλήθεια;»
«΄Αει γεια σου!» χαμογέλασε η Στιγμή. «Είσαι σημαντικός! Μη βλέπεις τον εαυτό σου σα νούμερα. Δες τους ανθρώπους. Πόσα Λάθη! Μετρούν το χρόνο σε χρήματα, δουλειά, δάκρυα, δυστυχίες, τραύματα και μόνο στιγμές χαράς και μόνο στιγμές ανακούφισης και ξεγνοιασιάς. Πόσο λάθος αναλογίες ανθρώπινης επινόησης! Όση αξία τους δίνουν, τόση έχουν. Μόνο! Ο χρόνος που δίνουν στο λάθος τους, είναι που κάνει το λάθος τους τόσο σημαντικό» είπε η ξανθιά Στιγμή και παρατήρησε πως η κουβέντα βάρυνε και μόνο αυτό δεν είχε σκοπό.
«…ρώταγα τι φταίει, για το στόμα μου που καίει,
τώρα ξέρω πως τα χείλη σου ζητούσα …» συνέχισε το στίχο της.
Ο νεαρός Χρόνος σκέφθηκε τα υπάρχοντά του, την περιουσία του. Μήνες, μέρες, ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα. Αριθμοί κι άλλοι αριθμοί με αυξομείωση.
«Είμαι μέσα στο κεφάλι των ανθρώπων με λάθος τρόπο. Γι’ αυτό σκαλώνω τώρα και δεν είμαι χαλαρός. Πότε αφήνομαι να με κυλούν γρήγορα και να μην τους φτάνουν οι στιγμές μου και πότε αργά, βασανιστικά να με κρεμούν στους δείκτες του ρολογιού, ψάχνοντας τη λύτρωση!» είπε με συνείδηση.
Η ξανθιά Στιγμή χαμογέλασε. «Είδες πόσο σχετικά είναι όλα; Κι εσύ κι εγώ. Περνούν καλά; Χάνουν την επαφή μαζί σου και με τον τόπο τους. Βαριούνται; Τα δευτερόλεπτά σου, σαν ασάλευτα στέκουν μπροστά τους. Μάθε τους την αλήθεια σου, πολύτιμε Χρόνε μου. Κάνε τον κόσμο τους καλύτερο. Το φορτωμένο πρόγραμμα δεν είσαι Εσύ. Η χαλάρωσή τους δεν είμαι Εγώ. Όταν μάθουν να ζουν ευχάριστα, να κάνουν τις επιλογές τους, ο χρόνος και η στιγμή θα ΄χουν άλλη έννοια. Θα ενώσουν τις στιγμές τους και θα βρουν τη ροή του χρόνου τους κι εκεί, την ευτυχία τους. Χωρίς ρολόγια!»
Ο νεαρός Χρόνος με σοβαρά χείλη μα με χαμογελαστά, μισόκλειστα μάτια, επεξεργαζόταν τα λόγια της ξανθιάς Στιγμής. Είχε παρατηρήσει πως οι άνθρωποι στην ομορφιά της παρέας ξεχνούσαν την ώρα και μετά αναφωνούσαν πως τα καλά κρατάνε λίγο. Κι είχαν ενοχή γιατί απολάμβαναν κι είχαν μάθει να ζουν με το άγχος της κάθε στιγμής, να περνούν τις ώρες και τις μέρες του χρόνου βαριά και με το ζόρι. Τον έκαναν αντίπαλό τους κι όχι σύμμαχο. Δεν κατανοούσαν την έννοια του, τη μαγεία της νέας έναρξης, της αέναης μετάβασης από το παρελθόν στο παρόν. Τί παρανόηση! Και πώς το επέτρεψε!
Κοιτάζει την χαρούμενη ξανθιά Στιγμή. Έμοιαζε με το καλοκαιρινό του αεράκι, μύριζε σαν το ανοιξιάτικο λουλούδι του, είχε τη δροσιά τής πρώτης φθινοπωρινής του στάλας και το λευκό του χειμώνα του. Ήταν όλα του!
Οι στίχοι άρχισαν να κλωθωγυρνούν στο κεφάλι και η μουσική να χαϊδεύει τη γλώσσα του νεαρού Χρόνου.
«… άπλωσες τα χέρια και γυρνούν τα καλοκαίρια…» σιγοτραγούδησε ο Χρόνος στη Στιγμή κι άνοιξε τα χέρια του και την έκλεισε στην αγκαλιά του.
«Με ολοκληρώνεις», της ψιθύρισε.
«Δίνεις νόημα στην ύπαρξή μου», του ψιθύρισε.
Η ροή τους, συντόνισε το Σύμπαν σ’ έναν καλοκαιρινό ρυθμό.
Κι η Μαγεία του Χρόνου και της Στιγμής του, τραγουδούσε:
«Σ’ αγαπώ
Σε θέλω
Άχρονα»

NEWSLETTER

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα στο email σας, κάθε 15 ημέρες!

JUST A NUMBER

Εγραφείτε στο Newsletter μας