Τις προάλλες έκανα μια μικρή άσκηση. Κατέγραψα πόσα περιστατικά μέσα σε μια μέρα θεώρησα τοξικά σε βαθμό που να με ενοχλήσουν και να με κάνουν να αντιδράσω. Πρώτο παράδειγμα ήταν η επίσκεψη σε ταχυφαγείο μεγάλης αλυσίδας με τα εγγόνια μου και τη μαμά τους. Μπήκαμε κεφάτοι, με ένα χαμογελαστό «καλησπέρα» σε ένα άδειο μαγαζί και δεν μας αντιχαιρέτησε κανείς από το προσωπικό. Όταν ρωτήσαμε κάτι ούτε γύρισαν να μας κοιτάζουν και μόνο μετά από ώρα ασχολήθηκαν βαριεστημένα μαζί μας. Την επόμενη μέρα το ανέφερα στο τμήμα επικοινωνίας της αλυσίδας. Το απολύτως χειρότερο ήταν ότι ο ευγενικός υπάλληλος δεν μπορούσε να καταλάβει τι μας είχε ενοχλήσει, σαν να μην αναγνώριζε την αγένεια ως πρόβλημα συμπεριφοράς. Πρόσθεσε ότι ο κανονισμός δεν προβλέπει υποδοχή για τους πελάτες και, για να με ξεφορτωθεί, μου πρότεινε αμέσως να επιστρέψουμε και να φάμε δωρεάν κάτι που φυσικά δεν κάναμε γιατί δεν ήταν εκεί το θέμα μας.
Την ίδια μέρα, επιστρέφοντας σπίτι, βρέθηκα να ακολουθώ το αυτοκίνητο μιας σχολής οδηγών, το οποίο προπορευόταν για πάρα πολλή ώρα, πάρα πολύ αργά, με έναν οδηγό τόσο αρχάριο ώστε είχε φανερή δυσκολία ακόμα και να στρίψει το τιμόνι. Σκεφτόμουν, μάλιστα, ότι έχουμε κάνει μεγάλα βήματα πολιτισμού, γιατί -παρόλο που όλα αυτά συνέβαιναν σε έναν κεντρικό δρόμο με πάρα πολλή κίνηση- κανένας δεν διαμαρτυρόταν και όλοι κάναμε σιωπηλά υπομονή. Ούτε μια κόρνα. Δεν κράτησε πολύ η χαρά μου. Στο επόμενο 5λεπτο συνειδητοποίησα ότι ο αρχάριος μαθητής κάπνιζε στο μεταξύ αρειμανίως, και μάλιστα πέταξε από το ανοιχτό παράθυρο την αναμμένη γόπα του τσιγάρου. Φτάνοντας σπίτι, έστειλα ένα πολύ ευγενικό μήνυμα στην ιδιοκτήτρια της σχολής οδηγών -το όνομα της οποίας ήταν πάνω στο αυτοκίνητο- γράφοντας ότι ο δάσκαλος ξέρει πόσο επικίνδυνο είναι, ειδικά για έναν τελείως άπειρο οδηγό, να καπνίζει οδηγώντας και, αν δεν πάρει μέτρα, τότε μάλλον θα αργήσουμε να κατεβάσουμε τον δείκτη των θανάτων από τροχαία. Προσωπικά μου έχει τύχει να πέσει πάνω μου το αναμμένο τσιγάρο που κρατούσα οδηγώντας, να με κάψει και μετά να μην το βρίσκω. Ήμουν τυχερή που δεν βρέθηκα στην αντίθετη λωρίδα. Η απάντηση της ιδιοκτήτριας ξεκινούσε με το «ναι έχετε πολύ δίκιο» και συνέχιζε με ένα «αλλά» – ότι πρέπει να μάθω να μην κρίνω (sic) και με πολλές ειρωνείες.
Θα με ρωτήσετε γιατί ασχολούμαι. Το κάνω γιατί, όσο μεγαλώνω, τόσο νιώθω ότι δεν χωράνε μέσα μου περιττές ψυχό-τοξίνες που, συχνά, μου προκαλούν ακόμη και σωματικά συμπτώματα. Πάρα πολύ ευγενικά λοιπόν έως και προσεκτικά, σηκώνω την εσωτερική ρακέτα μου και τις απωθώ. Πάρα πολύ προσεκτικά κι ευγενικά απωθώ (ή απομακρύνομαι από) τους τοξικούς ανθρώπους. Άλλωστε, όπως είχε πει κάποτε και μια καλή μου φίλη, το θέμα δεν είναι να βρεις έναν άνθρωπο με ψυχική υγεία, αλλά με την ψυχική διαταραχή που σου ταιριάζει!
Επιτρέψτε μου να καταλήξω λοιπόν, ότι το πρόβλημα δεν είναι οι μερικοί έως αμέτρητοι τοξικοί άνθρωποι, αλλά οι τοξικές συμπεριφορές του συνόλου σχεδόν των ανθρώπων.
Γιατί, αν έπρεπε πραγματικά να απομακρύνω από δίπλα μου όλους εκείνους, ακόμα και αγαπημένους, που κάποια στιγμή έγιναν τοξικοί για μένα, ειλικρινά δεν θα ήξερα πού να τους βάλω!
Θα έπρεπε βέβαια να απομακρυνθώ κι εγώ, για τις εκατοντάδες φορές που έγινα τοξική για ανθρώπους που αγαπώ, βάσει του δεκάλογου της τοξικής προσωπικότητας. Χειριστική; Επικριτική; Ναι, κυρίως με το ίδιο μου το παιδί όταν μεγαλώναμε μαζί. Ανεύθυνη; Απρόθυμη να απολογηθώ; Ναι, συχνά, σε συντρόφους και έρωτες. Θρασύτατη και λίγο drama queen; Ντροπή μου, αλλά ναι, προκειμένου να πετύχω κάτι που νόμιζα απλό. Αρνητική; Επιθετική; Μα, φυσικά – επανειλημμένως τα έχω κάνει όλα αυτά κι άλλα αντίστοιχα! Ταυτόχρονα, όμως, νομίζω πως έχω καταφέρει πια, να σκοράρω χαμηλά στη λίστα των τοξικών συμπεριφορών. Προσπαθώ να προστατεύομαι από αυτές– τις δικές μου και των άλλων.
Η συνταγή; Μία και εύκολη, άλλωστε σας την έχω αναφέρει κι άλλη φορά: να μην κάνω στους άλλους αυτό που δεν θέλω να μου κάνουν εκείνοι. Και κάπου εκεί τελειώνει η φλυαρία.