Καλοκαίρι στην Αθήνα χωρίς το Φεστιβάλ δεν νοείται. Όλα ξεκίνησαν πριν από 70 χρόνια, στις 24 Αυγούστου 1955, όταν ο Θεόδωρος Βαβαγιάννης, διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, ύψωσε τη μπαγκέτα του και οι πρώτοι ήχοι από το «Λάργκο» του Χέντελ πλημμύρισαν το επιβλητικό Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.
Ήταν η στιγμή που γεννήθηκε το Φεστιβάλ Αθηνών – ένας θεσμός που εξέφρασε τη βαθιά ανάγκη μιας Ελλάδας να πάρει τη θέση της στον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη. Εμπνευστής του ήταν ο τότε Υπουργός Προεδρίας Γεώργιος Ράλλης, ο οποίος επιδίωξε να δημιουργηθεί ένας πολιτιστικός φορέας με μουσικό προσανατολισμό, ανάλογος της Εβδομάδας Αρχαίου Δράματος που είχε καθιερωθεί από το 1936, συνδέοντας την τουριστική ανάπτυξη με ένα υψηλής ποιότητας πολιτιστικό προϊόν, με έμφαση στις μεγάλες ορχήστρες και την αναβίωση, μέσα από σύγχρονες ερμηνείες, του θεατρικού ρεπερτορίου της κλασικής αρχαιότητας. Από εκείνη τη βραδιά και κάθε καλοκαίρι έκτοτε, η τέχνη γίνεται μέρος της ζωής της πόλης, με ήχους, φώτα και δημιουργούς από όλο τον κόσμο.


Η αρχή υπήρξε μεγαλειώδης και βαθιά συμβολική: η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Μητρόπουλου, ήρθε να παίξει κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης, στο φινάλε του πρώτου Φεστιβάλ, τον Οκτώβριο του 1955. Λόγω βροχής, οι προγραμματισμένες συναυλίες δεν πραγματοποιήθηκαν στο Ηρώδειο, αλλά στον κινηματογράφο «Ορφέας». Παρ’ όλα αυτά, η παρουσία του διεθνούς φήμης μαέστρου αποτέλεσε μια ισχυρή δήλωση εξωστρέφειας και φιλοδοξίας, λειτουργώντας ως ισχυρός πόλος έλξης. Ο Μητρόπουλος αναδείχθηκε σε σύμβολο του οράματος για ένα φεστιβάλ με διεθνή χαρακτήρα, ικανό να προσελκύει σπουδαίους μουσικούς, αλλά και μια πλειάδα κορυφαίων μαέστρων και σολίστ, μαζί με τις σημαντικότερες ορχήστρες του κόσμου.
Από τα πρώτα του βήματα, το Φεστιβάλ Αθηνών βρήκε στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού – μαζί με την Επίδαυρο – το φυσικό του σκηνικό, μετατρέποντας κάθε καλοκαιρινή παράσταση σε ένα πολιτιστικό γεγονός με παγκόσμια ακτινοβολία. Το Ηρώδειο, ακόμη με ξύλινες κερκίδες και το άνω διάζωμα αδιαμόρφωτο, φιλοξενούσε το πιο παθιασμένο κοινό στα «βραχάκια» – έναν χώρο σχεδόν μυθικό, όπου κυρίως νέοι θεατές συνέρρεαν για να ζήσουν την εμπειρία του θεάτρου κάτω από τα αστέρια. Οι νύχτες στο Ηρώδειο είχαν κάτι από τελετουργία· η τέχνη γινόταν συλλογικό βίωμα, και η προσέλευση του κόσμου έμοιαζε με κοσμικό προσκύνημα στη δύναμη της έκφρασης.


Στο Ηρώδειο, εμφανίστηκαν κορυφαία ονόματα της διεθνούς μουσικής σκηνής: από εμβληματικούς μαέστρους όπως ο Λέοναρντ Μπερνστάιν και ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, μέχρι σπουδαίους ερμηνευτές και δημιουργούς όπως ο Φρανκ Σινάτρα, ο Λουτσιάνο Παβαρότι, ο Πλάθιντο Ντομίνγκο, η Λάιζα Μινέλι, η Νάνα Μούσχουρη, ο Ντέμης Ρούσσος, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Σταμάτης Σπανουδάκης, ο Σταύρος Ξαρχάκος και ο Μίμης Πλέσσας. Κάθε εμφάνισή τους, μια ξεχωριστή σελίδα στο πολιτιστικό ημερολόγιο της Αθήνας.
Το εντυπωσιακό αρχαίο Ωδείο πλημμύριζε από κόσμο κάθε φορά που εμφανίζονταν ιερά τέρατα του παγκόσμιου χορού, όπως ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ, η Μαργκότ Φοντέιν, η Σιλβί Γκιγιέμ, ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, ο Βλαντιμίρ Βασίλιεφ (γνωστός και ως Μπαλασίν), η Πίνα Μπάους, καθώς ή/και μερικά από τα ιστορικότερα χορευτικά συγκροτήματα, όπως τα Μπαλέτα Μπολσόι, τα Μπαλέτα Κίροφ, η ομάδα της Μάρθα Γκράχαμ.
Το Φεστιβάλ δεν ήταν μόνο τουριστικό στολίδι, αλλά και χώρος ρήξης. Εμβληματικό παράδειγμα, η παράσταση των «Ορνίθων» του Κάρολου Κουν στο Ηρώδειο το 1959, με συνεργάτες τον Τσαρούχη, τον Χατζιδάκι και τη Νικολούδη. Η τολμηρή σκηνοθεσία προκάλεσε σάλο: η παρουσία ιερέα με καλυμμαύχι εξόργισε το κοινό και ο υπουργός Κωνσταντίνος Τσάτσος ακύρωσε τη δεύτερη παράσταση, θεωρώντας την προσβλητική. Το γεγονός έγινε σκάνδαλο, όμως λίγα χρόνια μετά οι «Όρνιθες» θριάμβευσαν στην Ευρώπη, δείχνοντας πως η τόλμη του φεστιβάλ μπορεί να σοκάρει, αλλά και να το απογειώσει.
Η δεκαετία του ’60 και του ’70 σφράγισε την ακμή του θεσμού. Η Επίδαυρος έγινε «σχολείο» αρχαίας τραγωδίας, με παραγωγές όπως οι «Πέρσες», η «Ορέστεια», οι «Βάκχες», που καθόρισαν τον τρόπο που οι Έλληνες θα έβλεπαν το αρχαίο δράμα.

Το 1976, ο Σβιατοσλάβ Ρίχτερ έδωσε ένα ιστορικό ρεσιτάλ πιάνου: όταν ολοκλήρωσε, το κοινό τον κάλεσε στη σκηνή δώδεκα φορές. Ήταν μια νύχτα που το Ηρώδειο έμοιαζε να μετατρέπεται σε ναό μουσικής λατρείας.
Το ίδιο καλοκαίρι, όμως, το θέατρο γνώρισε και σιωπή. Στις 22 Αυγούστου 1976, το κατάμεστο Ηρώδειο περίμενε τη Μπαχάουερ με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Ουάσινγκτον και τον Αντάλ Ντοράτι. Αντί για τη μουσική, ήρθε η είδηση του ξαφνικού θανάτου της. Η συναυλία δεν έγινε ποτέ – μονάχα σιωπή, δάκρυα, και μια μεγάλη καλλιτέχνιδα που έφυγε για πάντα.
Πέντε χρόνια νωρίτερα, στις 6 Αυγούστου 1971, ο διάσημος μαέστρος Φάουστο Κλέβα υπέστη καρδιακή ανακοπή πάνω στο πόντιουμ, καθώς διηύθυνε την εισαγωγή της όπερας «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Γκλουκ. Είχε προλάβει να υποκλιθεί στο κοινό πριν φύγει για πάντα – μια συγκλονιστική, σχεδόν αρχαιοτραγική εικόνα.
Μετά τη Μεταπολίτευση, το Φεστιβάλ ανανέωσε ρεπερτόριο και τόνο. Έφερε σύγχρονες ελληνικές συνθέσεις, νέες σκηνοθεσίες, διεθνείς συνεργασίες. Στη δεκαετία του ’80 και του ’90, μεγάλες στιγμές όπως η «Κάρμεν» με την Αγνή Μπάλτσα και τον Χοσέ Καρέρας σφράγισαν τις νύχτες του Ηρωδείου με πάθος και υψηλή τέχνη.
Από το 2000 και μετά, το Φεστιβάλ αγκάλιασε τον σύγχρονο χορό, τις τολμηρές συμπαραγωγές, τις νεότερες φωνές. Η Πειραιώς 260 έγινε σύμβολο αυτής της νέας όψης – ένας χώρος πειραματισμού και πολυφωνίας. Παράλληλα, η Επίδαυρος και το Ηρώδειο παρέμειναν σκηνές σεβασμού στην παράδοση αλλά και ανοιχτής ερμηνείας.
Και κάτι ακόμη: οι αφίσες του Φεστιβάλ. Δεν ήταν απλές διαφημίσεις, αλλά έργα τέχνης υπογεγραμμένα από κορυφαίους ζωγράφους και γραφίστες. Ένα άτυπο εικαστικό αρχείο που αποτυπώνει την αισθητική κάθε εποχής και τον χαρακτήρα ενός θεσμού που υπήρξε πάντα συνομιλητής του καιρού του.


Σήμερα, στα 70 του χρόνια, το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, ζωντανό και ανήσυχο, εξακολουθεί να είναι ο κορυφαίος πολιτιστικός θεσμός της χώρας, προσελκύοντας κάθε καλοκαίρι καλλιτέχνες και θεατές απ’ όλο τον κόσμο. Τιμά τις μεγάλες στιγμές, τις απώλειες και τις μνήμες του, μα πάνω απ’ όλα συνεχίζει να κοιτάζει μπροστά – ένα καλοκαιρινό ραντεβού που θυμίζει πως η τέχνη δεν είναι παράδοση μόνο, αλλά και διαρκές, τολμηρό παρόν.